Το καλοκαίρι μου φέτος ξεκίνησε με Σαββόπουλο στο ραδιόφωνο, «…με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι… με την φέτα το καρπούζι στο ένα χέρι… καλοκαίρι…».
Συγχωρέστε μου την απόκλιση, αλλά μου είναι αδύνατο να αφοσιωθώ στα μεγάλα και δυσβάσταχτα του τόπου μας, σήμερα. Τουλάχιστον όχι, έχοντας στο ένα χέρι, φρεσκοκομμένο και ώριμο τον καρπό «απ΄του κήπου την κορομηλιά» και στο άλλο το ροζ τριαντάφυλλο της αυλόπορτας στο πατρικό. Μα έχουμε συνειδητοποιήσει οι έλληνες, τι θησαυρό έχουμε; Σε τι χώρα ζούμε; Καλοκαίρι, μαθαίνω, και στις Βρυξέλλες, αλλά γκρίζο και βροχερό, όπως πάντα… Έτσι, μένουμε Ελλάδα!
Και μιας και ξεκίνησα με Σαββόπουλο να σας διηγηθώ μια ιστορία που άκουσα σε μια συναυλία του, πάνε χρόνια τώρα, στον Άγιο Αχίλλειο στις Πρέσπες: « Όταν ο ‘Θεούλης’ μοίραζε τα χωράφια στους λαούς για να κατοικήσουν, ήταν προς το τέλος της μέρας, όταν εμφανίστηκαν αργοπορημένοι, όπως πάντα, κάτι λαχανιασμένοι ξωτάρηδες και ζητούσαν μερίδιο στη μοιρασιά. Χάϊδεψε συλλογισμένος την γενειάδα του ο Γέροντας, τους κοίταξε και τους ξανακοίταξε, ώσπου στο τέλος, σκύβοντας προς το μέρος τους και με τρέμουλο στη φωνή του, τους είπε τα εξής: Ήρθατε αργά, την ώρα που τέλειωσε η διαδικασία της μοιρασιάς, αλλά να σας διώξω με άδεια τα χέρια δεν το αντέχει η καρδιά μου. Είχα κρατήσει για τα γηρατειά μου έναν τόπο, εδώ κοντά. Όχι μεγάλο σε έκταση, ίσα να περιδιαβαίνω, ούτε με θάλασσες μεγάλες και ποτάμια. Ήθελα σε κάθε βήμα μου να αγναντεύω το μικρό γαλάζιο, να γεύομαι τους γλυκούς καρπούς της γης και να ζεσταίνω τα γηρατειά μου στα καλοκαίρια του τα δίχως τελειωμό. Αλλά χαλάλι σας, να σας τον δώσω εσάς τώρα μιας και δεν μου απόμεινε τίποτα άλλο. Να τον προσέχετε, όμως και να τον αγαπάτε, γιατί τον είχα αυτόν τον ευλογημένο τόπο για τα γηρατειά μου, ήταν κομμάτι της ψυχής μου και τον έλεγα, Ελλάδα!».
Καλοκαίρι στην Ελλάδα, λοιπόν, μεσημέρι, που όλοι κοιμούνται, με τα τζιτζίκια να μην το βάζουν κάτω και αναμένοντας το καφεδάκι με το γλυκό του κουταλιού στο μπαλκονάκι, όταν πέσει ο ήλιος. Αγαλλιάζει η ψυχή! Θεέ μου, Μεγαλοδύναμε, θαυμαστά τα έργα Σου, «τα πάντα εν σοφία εποίησας».
Πώς να γράψεις, σε κάτι τέτοιες στιγμές, για τα μικρά κι ανθρώπινα, όσο βαριά κι ασήκωτα, εν μέρει δε και ακαταλαβίστικα κι αν έχουν γίνει για τον τόπο μας …
No tags
Ioanna Sahinidou · 01/08/2011 at 07:04
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Σε αυλή σαν των γονιών σου μας μεγάλωσαν οι γονείς μας, φρόντισαν αρρώστους, ηλικιωμένους, έκλαψαν τους νεκρούς τους, γιόρτασαν, πόνεσαν κάτω από ήλιο λαμπερό που αναζωογονεί. Σε διαμέρισμα με μπαλκόνι γεμάτο γλάστρες με γεράνια μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, με τις χαρές & τις λύπες μας. Σε υπόγειο με γλάστρα στο φεγγίτη στοιβάχτηκαν οικογένειες μεταναστών για των παιδιών τους το ευ ζην. Τις αληθινές μας προσωπικές ΖΩΕΣ μετράν με – + μικρο-μακρο-μεσο-απρόθεσμα στα απρόσωπα κέντρα αποφάσεων.