Η πρώτη και μοναδική φορά που πήγα στον Μακραϊνικόλα ήταν πριν πολλά-πολλά χρόνια. Το εκκλησάκι είναι χτισμένο επάνω σε έναν ψηλό βράχο στα βόρεια παράλια του Κορινθιακού Κόλπου εκεί που το βάθος του φτάνει τα 900 μέτρα. Μόνο με καΐκι μπορεί να πάει κανείς και αυτό αν δεν φυσάει ο Μαΐστρος. Ασκήτευε παλιά εκεί ένας καλόγερος, λένε, με το όνομα Γαβριήλ, που είχε έρθει αμούστακο παιδί από την Μικρασία και ρίζωσε εκεί στο βράχο και έφτιαξε αποκούμπια για τους ψαράδες και αλυκές να προμηθεύονται οι ντόπιοι το αλάτι. Δεν τον γνώρισα η ίδια αλλά από μικρή άκουγα τους μεγαλύτερους στον τόπο μου να μιλούν ευλαβικά και με αγάπη για το πρόσωπό του. Με τη σειρά μας διηγούμασταν στα δικά μας παιδιά, η αδελφή μου κι εγώ, την περιπέτειά μας, τότε. Για το πώς σωθήκαμε, όταν στην επιστροφή από μια οικογενειακή εκδρομή στον Μακραϊνικόλα μας έπιασε απρόσμενα φουρτούνα στα ανοιχτά. Εμάς τα παιδιά μας κλείσανε κάτω στο αμπάρι να μη μας πάρει το κύμα! Δεν βλέπαμε «Θεού πρόσωπο»! Μόνο μια θεία μας έσκυβε το κεφάλι της κάπου-κάπου και ρωτούσε από πάνω, αν είμαστε καλά. «Φτάνουμε!», μας έλεγε, κάθε τόσο και λιγάκι, πιότερο θαρρώ για να παίρνει θάρρος η ίδια…
Λογαριάζαμε να ξαναπάμε κάποια μέρα για να δείξουμε και στα παιδιά μας αυτή την άγρια ομορφιά, να ξαναδούμε και το καμπαναριό της εκκλησούλας να αγναντεύει τη θάλασσα. Κάθε καλοκαίρι, τα βράδια στην αυλή, όλο τέτοια σχέδια κάναμε. Μας αποθάρρυνε, όμως πάντα, το καΐκι, που δεν είχαμε. Από τη στεριά ο τόπος είναι δύσβατος και δύσκολα βρίσκει κανείς το εκκλησάκι, αλλά κάποιοι τολμηροί της οικογένειας το αποφάσισαν τελικά φέτος. Δεν πήγα μαζί τους αλλά ο αγαπημένος ανεψιός γυρίζοντας αργά στο σπίτι έτρεξε να με βρει και να μου βάλει στο χέρι μια κόλλα χαρτί:
Περπατώντας στις ερημιές του Παραδείσου
ψάχνοντας τον Μακραϊνικόλα, μνήμες παλιές
σε μέρη από προγόνους πατημένα
μας υποδέχτηκε με το γέρικο και άγριο πρόσωπό του
μα με γλυκύτητα και φιλοξενία πατρική.
Οι καμπάνες χτυπούσαν πάλι πανηγυρικά
χωρίς χέρι ανθρώπου να τις κουνήσει.
Μονάχα ένας αέρας θεϊκός…
Εκεί που στέκονταν όλοι τους στον εξώστη, μου είπε, άρχισαν ξαφνικά να χτυπάνε οι καμπάνες ρυθμικά από μόνες τους, λες και ένα αόρατο χέρι τις κινούσε. Ήταν μια μαγική στιγμή, συνέχισε χωρίς να παίρνει ανάσα, που τον ενέπνευσε να γράψει αυτό που κρατούσα στα χέρια μου! Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τον Μακραϊνικόλα τα βράδια στην αυλή, παράξενες και αλλόκοτες, μα τούτη εδώ ήταν η δική του εμπειρία. Είχε έναν τέτοιο παλμό στη φωνή του και τόσο που έλαμπαν τα μάτια του καθώς μου τα διηγούταν, που η αδελφή μου κι εγώ κοιταχτήκαμε με νόημα.
Ήταν εξασφαλισμένα και για την επόμενη γενιά τα καλοκαιρινά βραδινά στην αυλή του πατρικού σπιτιού γεμάτα με παράξενες και όμορφες αφηγήσεις για καμπάνες που χτυπούν από μόνες τους σε ένα εξωκκλήσι χτισμένο ψηλά στο βράχο εκεί που ο αφρός της θάλασσας πασκίζει να το φτάσει και ο αέρας το διαφεντεύει…
Όμορφοι οι στίχοι σου, Κωνσταντίνε μου, όπως και η εμπειρία σου μοναδική. Κράτα την τρυφερά για να την διηγείσαι τους μεταγενέστερους, όταν εμείς οι μεγαλύτεροι θα έχουμε πια φύγει!
No tags