Ξαφνιάστηκα λίγο, για να πω και την αλήθεια μου, καθώς αντίκρισα, πίσω από τη γυάλινη προθήκη τον ψευδόστομο αμφορέα, που μόλις λίγους μήνες πριν, είχα θαυμάσει στις Βρυξέλλες. «Εδώ είναι η πατρίδα του, η Σκύρος», με πληροφόρησε ο λαλίστατος φύλακας του Αρχαιολογικού Μουσείου της Χώρας. Ήταν δανεισμένο «πεσκέσι» του νησιού, στις Βρυξέλλες, συνέχισε, για την έκθεση-διαδρομή του ελληνισμού ανά τους αιώνες, προς τιμήν της Ελληνικής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, το πρώτο εξάμηνο του 2014. Από τη μια μεριά του αμφορέα, το καράβι, μαύρο και χωρίς πανιά, πένθιμο, θα έλεγα. Ο ίδιος ο θάνατος, συμπλήρωσε ο φύλακας, λες και διάβαζε τις σκέψεις μου. Από την άλλη το χταπόδι, που με είχε εντυπωσιάσει, την πρώτη φορά που το είδα, έτσι πελώριο και απειλητικό, με απλωμένα τα πλοκάμια του. Το έστελνε ο Χάροντας και άρπαζε τους ναυτικούς πάνω από τα καράβια τους για την Άβυσσο, τον άκουσα να μουρμουρίζει πίσω μου. Τον ευχαρίστησα και προχώρησα, σε άλλες προθήκες, άλλων εποχών. Είδα το μαρμάρινο κεφαλάκι από ένα κυκλαδικό ειδώλιο, λεπτοδουλεμένους κρίκους χρυσού ενωτίου και κεραμικά της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, ευρήματα πολύτιμα από το Παλαμάρι, που μύριζαν πολιτισμό χιλιετιών. Μικρό το μουσείο της Σκύρου για να χωρέσει όλους αυτούς τους θησαυρούς, που βρέθηκαν στο νησί. Μια γεύση παίρνει κανείς, αρκετή όμως, για να κάνει το αίμα να τρέχει πιο γρήγορα στις φλέβες, από ελληνική περηφάνια και αιγαιοπελαγίτικη ομορφιά.
Στη Σκύρο, λένε, κρύφτηκε ο Αχιλλέας ντυμένος κοριτσίστικα, θέλοντας να αποφύγει τη στράτευση για τον Τρωικό πόλεμο. Εδώ έχασε τη ζωή του ο βασιλιάς της Αθήνας, Θησέας, όταν ο συγγενής του Λυκομήδης, βασιλιάς της Σκύρου, τον ανέβασε στο ψηλό το κάστρο για να του δείξει, τάχα, τους οικογενειακούς τους αμπελώνες, που απλώνονταν μέχρι τη θάλασσα. Μια «συγγενική» σπρωξιά από κει ψηλά και έφυγε άδοξα ο νικητής του Μινώταυρου.
Συνάντησα τη Σκύρο του σήμερα, στην κρύα, από τη δροσιά της νύχτας, άμμο και πριν ακόμα ανατείλει καλά- καλά ο ήλιος, στον Πεύκο, στα δυτικά του νησιού, περπατώντας από άκρη σε άκρη τον κολπίσκο, κάθε πρωί, με μια θάλασσα γλυκοφιλούσα να μου χαϊδεύει τα γυμνά πόδια. Έκαναν τόπο να περάσω οι σαυρίτσες, τόσο δα μικρούλες αλλά της όλως ξεχωριστής ενδημικής οικογένειας της Σκύρου (podarcis gaigae). Στο τέλος του όρμου που άρχιζαν τα βράχια, ανακάλυψα ένα πρωί έναν μικρούλη πορφυρό αστερία, ανάμεσα στις πέτρες, στα ρηχά. Τον έσπρωξα μαλακά προς το βράχο. Την ίδια μέρα, το απόγευμα άκουσα κλάματα και φωνές από εκείνο το σημείο. Είπαν, πως ένα παιδάκι που πήγε να πάρει „κάτι“ από τα βράχια, το δάγκωσε μια σμέρνα, που είχε τη φωλιά της εκεί κοντά σε μια σχισμή του βράχου. Μάλλον τη γλύτωσε ο αστερίας!
Δεν είδα το περίφημο σκυριανό αλογάκι να καλπάζει στο φυσικό του περιβάλλον, στα νότια του νησιού. Κάθε μέρα, όμως, χάζευα για ώρες τους θαλασσοκόρακες, με την σταχτιά ράχη και τα μαύρα φτερά να κυνηγούν στην παραλία, πεταλίδες. Είδα και Μαυροπετρίτες, τα ενδημικά γεράκια, να κάνουν τους γύρους τους το απόβραδο ψηλά πάνω από το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Και νωρίς ένα πρωί εκεί που καθόμουν στο μπαλκόνι και έπινα τον καφέ μου, μια μικρούλα κουκουβάγια – όλα μικρά στη Σκύρο, αλλά όμορφα και μοναδικά! – ήλθε από το διπλανό πευκοδάσος και στάθηκε σ΄ένα ξερό στύλο δίπλα μου. Γύρισε αργά το κεφάλι της, με κοίταξε με τα πελώρια μάτια της και πέταξε πάλι προς το δάσος. Ποτέ πριν δεν είχα δει κουκουβάγια από τόσο κοντά και στη φύση.
Μας περιποιήθηκε με το πολύ καλό φαγητό της η κυρία Σταματία. Αξέχαστη η σούπα με τη σκορπίνα που είχε ψαρέψει την ίδια μέρα ο κυρ-Κώστας, ο άνδρας της, όπως και η λακέρδα πλακί στο φούρνο. Ρουφήξαμε με το κιλό το αράπικο γιασεμί του κήπου της και ξεκουράσαμε τα μάτια μας από το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου επάνω στις φορτωμένες ροδιές, τις συκιές, τις δαμασκηνιές, και τις γεροδεμένες κληματαριές της αυλής. Οι πικροδάφνες έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Μια θάλασσα ήρεμη σα λάδι και σαν κρύσταλλο καθαρή. Όχι σαν την άλλη του Βορρά, που δεν σε αφήνει να αρθρώσεις λέξη από το βουητό της. Σιμά σ΄ αυτήν εδώ λες και αφουγκραζόμουν σε κάθε της κυματάκι τους καημούς του κόσμου. Ήρεμα, ήσυχα και σιγανά. Στον ίδιο ρυθμό της έλεγα και εγώ κάθε πρωί τους δικούς μου. Μόνη αυτή και εγώ και ο Απανταχού Παρών Δημιουργός του Σύμπαντος και της αιγαιοπελαγίτικης ομορφιάς, που απλωνόταν μπροστά μου!
No tags
Admin comment by altana · 07/09/2014 at 17:18
Eva D.-A,: Τι γραφή τι νοήματα, Διαβάζω το κείμενο μονορούφι και οταν αυτό τελειώνει θέλω κι άλλο οπως το παιδι που ζητάει κι άλλη μερίδα. Περιγραφή τόσο γλαφυρή δεν νομίζω οτι ΄χεει κάνει άλλος γιά την Σκύρο. Πρέπει να σε αναγορεύσουν σε επίτιμο δημότη. Οποιος σε διβάσει θέλει το επόμενο ταξείδι του νά ειναι στην Σκύρο. Υποκλίνομαι για ‘αλλη μια φορά στον τόπο που γράφεις…
Καρκανιδου ελενη · 08/09/2014 at 18:38
Μπραβο Αλτα μου! Τι ομορφη περιγραφη,τι εικονες,με γεμισαν ηρεμια και μου αλλαξαν τη διαθεση……