CAT | Blog
«Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη!», το διαχρονικό αγγελικό μήνυμα για τα Χριστούγεννα, που μένει ευτυχώς και φέτος το ίδιο. Γιατί όλα τα άλλα γύρω μας αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Η νοσταλγία «παίζει» με την ανησυχία μας αυτές τις μέρες. Ο ιός που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, βρήκε κι αυτός την ώρα τώρα να μεταλλαχθεί, μόλις άκουσε για τα εμβόλια. Καινούργια μέτρα εγκλεισμού στα σπίτια μας, ευτυχώς που προλάβαμε και τηρήσαμε και φέτος το έθιμο. Πήγαμε στην Grand´Place, την μοναδικά όμορφη αυτή πλατεία των Βρυξελλών, να θαυμάσουμε το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Σκέτη απερισκεψία βέβαια εκ μέρους μας, όπως μας τόνισε ο αστυνομικός που ευγενικά μας έδειξε με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση την έξοδο. Είμασταν μασκοφορεμένοι και στα χρονικά πλαίσια ενός περιπάτου και έτσι γλυτώσαμε το πρόστιμο. Δύο συμπατριώτες μας, άκουσα, τα πλήρωσαν ακριβά τα κρουασάν που έτρωγαν -παρά τις απαγορεύσεις! – σε γειτονικό πάρκο, 300 Ευρώ το κομμάτι!
Δεν ήταν μόνο το ετήσιο έθιμο, αλλά κυρίως η ιστορία του φετινού χριστουγεννιάτικου δένδρου, που έγειρε την πλάστιγγα στην απόφασή μας υπέρ της νοσταλγίας και κατά της ανησυχίας. Τη διάβασα ένα πρωί σε τοπική εφημερίδα, ανάμεσα στις τόσες άλλες θλιβερές ειδήσεις των ημερών και η ιδέα σφηνώθηκε στο κεφάλι. Το πελώριο έλατο, «Nordmann-Tanne», το δώρισε φέτος στην πόλη για τον χριστουγεννιάτικο στολισμό μια οικογένεια, που το είχε στον κήπο του ξενοδοχείου της, στο χωριό Robertville, της επαρχίας Liège. Ήταν δώρο για τα εγκαίνια πριν από 27 ολόκληρα χρόνια. Μεγάλωσε όμως πολύ σ’ αυτό το διάστημα, έφτασε τα δεκαοχτώ μέτρα και … απειλούσε το κτήριο. Θα έπρεπε σύντομα να κοπεί. Δεμένοι όπως ήταν οι ιδιοκτήτες του με το δένδρο και την ιστορία του δεν τους έκανε καρδιά να το δουν να κατασπαράζεται άδοξα από τα μηχανήματα. Του άξιζε ένας καλύτερος αποχαιρετισμός από αυτή τη ζωή, σκέφτηκαν. Έτσι το δώρισαν στην πόλη των Βρυξελλών για τα Χριστούγεννα, για να έχει ένα όμορφο τέλος, είπαν. Θα το έβλεπαν και θα το αποχαιρετούσαν χιλιάδες μάτια, που κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, περνάνε από την πλατεία. Θα έδινε και … θα έπαιρνε χαρά, μέρες που είναι. Τώρα βέβαια στέκει στη μέση της πλατείας πελώριο και ομορφοστολισμένο αλλά μόνο και έρημο και ας όψεται ο COVID-19!
Ο δικός μας αποχαιρετισμός ήταν, λόγω των περιστάσεων εκείνο το βράδυ που είχαν αρχίσει τα μέτρα να σκληραίνουν, σύντομος. Αλλά το θεωρήσαμε κάτι σαν χρέος μας αφού μάθαμε την ιστορία του. Κι εκείνο να δεις που ανταποκρίθηκε! Στο αεράκι που φύσηξε στα κλαδιά του, καθώς ανοιγόκλεινε ευτυχισμένο τα πολύχρωμα φωτάκια του, άκουσα σαν ψίθυρο, «Και του χρόνου!». Ποιος είπε ότι τα δένδρα δεν μιλάνε;
Και όχι μόνο κάθε Χριστούγεννα που έχουν και την τιμητική τους, έστω και αν φέτος θα είναι όλα διαφορετικά …
No tags
Πετάχτηκα χθες πρωί-πρωί από τον ύπνο, με το που άκουσα τους τρεις πυροβολισμούς. Έτρεξα στο παράθυρο και τους είδα τους τέσσερις κυνηγούς με προτεταμένα τα όπλα να «χτενίζουν» το απέναντι χωράφι. Μόλις μια μέρα πριν, στο ίδιο αυτό χωράφι, μια οικογένεια φασιανών, έξι τον αριθμό, σουλατσάριζαν πέρα-δώθε με τις περήφανες ουρές τους ψηλά. Τους χάζευα τις προηγούμενες μέρες, τώρα ποιος ξέρει αν θα γλύτωσαν και πόσοι … Ζωή και θάνατος στο ίδιο πλαίσιο και σε χρονική απόσταση ωρών.
«Καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν», γράφει ο Εκκλησιαστής (3: 2) «Και ό,τι συνέβη, τούτο πάλιν θέλει συμβή και δεν είναι ουδέν νέον υπό τον ήλιο», συνεχίζει (1: 9). Φθινοπωρινή μελαγχολία;
Και από το μέτωπο της πανδημίας ουδέν νέον και χαρμόσυνο! Χειροτερεύουν μάλλον τα πράγματα με το «γενικό απαγορευτικό» από χθες, παντού. Η αγωνία, ο φόβος και η ανησυχία έχουν χτυπήσει κόκκινο. Είναι φυσιολογικά αυτά τα συναισθήματα, λένε οι ειδικοί και συμβαίνουν σε κάθε υγιές άτομο, μάλιστα στις μέρες της πανδημίας που βιώνουμε. Η συμβουλή τους είναι, όπως διάβαζα πρόσφατα σε ένα επιστημονικό άρθρο, να βρει ο καθένας τρόπους να τα διαχειριστεί αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και να τα μειώσει. Προτρέπουν για παράδειγμα να γίνονται πιο συχνές οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και οι βίντεο-κλήσεις με αγαπημένα μας πρόσωπα, που πολύ θα θέλαμε να είμασταν κοντά τους αλλά λόγω της πανδημίας δεν είναι δυνατό να τα συναντήσουμε. Θέλει συχνή επικοινωνία η αγάπη και δεν έχει σχέση αν είναι αυτή τηλεφωνική, διαδικτυακή, με γράμματα ή λουλούδια. Να ψάξουμε και να βρούμε δημιουργικούς τρόπους για να διατηρήσουμε ή να οικοδομήσουμε και σχέσεις με άλλα άτομα, διάβαζα πάρα κάτω. Εδώ τους πρoφτάσαμε τους ειδικούς, σκέφτηκα με χαμόγελο. Σχεδόν κάθε Δευτέρα το πρωί στις 11 έχουμε το ραντεβού μας με ένα φιλικό ζευγάρι, στο γειτονικό μας δάσος, για περπάτημα – με απόσταση και μάσκα-, συζήτηση και … ανταλλαγή προϊόντων. Μήλα, κολοκύθες και κυδώνια από τον μεγάλο κήπο τους, που δεν μπορούν να τα καταναλώσουν όλα μόνοι τους μιας και τα παιδιά τους μένουν μακριά και αποφεύγουν τις επισκέψεις στους γονείς.
Το κλειδί, λένε οι ειδικοί, είναι η έγκαιρη προσαρμογή μας στα νέα δεδομένα, τόσο για την επιβίωσή μας όσο και για την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης, γιατί κι αυτό θα περάσει, όπως ήρθαν και πέρασαν τόσες πανδημίες και άλλες καταστροφές στο παρελθόν.
Και αν μέσα στα δύσκολα που βιώνουμε και ποιος ξέρει πόσες δύσκολες μέρες μας περιμένουν ακόμα, προσπαθήσουμε να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας και να μη κάνουμε, από φθόνο, πλήξη και βαρεμάρα καμιά φορά, κακό στους γύρω μας, να μη τους φέρνουμε σε απόγνωση και απελπισία με λόγια ή πράξεις μας, ε τότε ίσως βγούμε αλώβητοι από την τρέχουσα κρίση, ανανεώνοντας την εμπιστοσύνη μας στο Θεό και διατηρώντας τουλάχιστον την ηθική ακεραιότητα απέναντι στον εαυτό μας.
Είθε να βγούμε όλοι μας νικητές!
No tags
Επιστροφή από το ελληνικό ηλιόλουστο καλοκαίρι. Αν και αλλόκοτο το φετινό με την πανδημία να χτυπάει κόκκινο, ήταν απολαυστικό τουλάχιστον από την άποψη του καιρού. Απότομη η αλλαγή από τον ήλιο και τους τριάντα βαθμούς, στη βροχή και στους δώδεκα! «C´ est la Belgique!», όπως έσπευσε να τονίσει η γειτόνισσά μου, που είχε ήδη κρεμάσει το φθινοπωρινό στεφάνι στην πόρτα μου, ίδιο με το δικό της.
Το άλλοτε «πατείς με-πατώ σε» αεροδρόμιο των Βρυξελλών, άδειο και τα μαγαζιά κλειστά, μέρα μεσημέρι. Οι επιβάτες της πτήσης από Αθήνα είχαμε έτσι την άνεσή μας στους διαδρόμους. Οφείλω στο σημείο αυτό να συγχαρώ και την Aegean, για τα δραστικά μέτρα που έχει λάβει. Πρώτη φορά ταξίδεψα έχοντας παράθυρο και την διπλανή μου θέση άδεια.
Στην έξοδο εξονυχιστικός έλεγχος ταυτότητας και σε διακριτική απόσταση τέσσερις βέλγοι στρατιώτες με τα όπλα προτεταμένα. Το τρομοκρατικό κτύπημα στο ίδιο τούτο αεροδρόμιο, πριν κάποια χρόνια, έχει αφήσει τις αναμνήσεις του. Τελικά όλα είναι θέμα συνήθειας, γιατί αδιάφορα τραβήξαμε το δρόμο μας.
Πολλά καινούργια μας περίμεναν. Ένας νέος πρωθυπουργός, από τον νέο πλειοψηφικό κυβερνητικό συνασπισμό, μετά από ενάμιση χρόνο «ακυβερνησίας», με για πρώτη φορά γυναίκα υπηρεσιακή πρωθυπουργό. Ένας νέος υπουργός, γιός τέως υπουργού και αδελφός τέως πρωθυπουργού και νυν Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αυτό για να μη γκρινιάζουμε ότι μόνο στην Ελλάδα ανθεί η οικογενειοκρατία. Αλλά και μια καινούργια πριγκίπισσα με τα δυο πριγκιπόπουλά της. Η Ντελφίν Μποέλ «στέφτηκε» πριγκίπισσα από το Εφετείο των Βρυξελλών και έχει στο εξής το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το επώνυμο του πατέρα της, Αλβέρτου Β΄, τέως βασιλιά του Βελγίου που παραιτήθηκε από τον θρόνο εξ αιτίας των δικών με την εκτός γάμου κόρη του, όπως αποδείχτηκε τελικά από τις γενετικές εξετάσεις στις οποίες αναγκάστηκε από το δικαστήριο να υποβληθεί. «Μια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πατρική αγάπη. Προσφέρει όμως δικαίωση…», είπε η πριγκίπισσα Ντελφίν, βγαίνοντας από το δικαστήριο.
Και για πρώτη φορά μετά από μήνες δια ζώσης μια έκτακτη Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με το σχετικό κυκλοφοριακό χάος στους δρόμους. Η ομοφωνία στις αποφάσεις, το ισχυρό όπλο των μικρών χωρών, όπως λέγεται, έκανε τους αρχηγούς των κρατών μελών να φτάσουν στα άκρα, από κάθε πλευρά, και να ολοκληρώσουν τη συζήτηση που δεν ήταν εύκολη, προς τα ξημερώματα. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν, συμβιβασμοί κατά τους μεν, σκληρές προειδοποιήσεις προς κάθε κατεύθυνση κατά τους δε, κατέδειξαν ότι η Ευρώπη σκέφτεται συλλογικά και είναι παρούσα. Για την Ελλάδα σημαντική ήταν η διακήρυξη ότι τα σύνορά της είναι και σύνορα της Ευρώπης. Ακούγεται τετριμμένο, αλλά η ισχύς του είναι αδιαμφισβήτητη.
Λόγω της πανδημίας και προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια καθότι προτιμώ τις δια ζώσης συνεδριάσεις, άρχισαν και συνεχίζονται οι τηλεδιασκέψεις από το σπίτι. Το μεγάλο κεφάλαιο της Θρησκευτικής Ελευθερίας στο ερευνητικό τραπέζι και για αυτόν τον χειμώνα. Μπορεί η ΕΕ, σύμφωνα με την διακήρυξη προχθές του Έλληνα αντιπροέδρου της Επιτροπής, «…από την σύσταση της ΕΕ και μετά δεν έχει υπάρξει καμιά θρησκευτική διαμάχη στο έδαφός της και παραμένει η πιο ανεκτική γωνιά της γης στις διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες» να παρέχει αυτή την ασφάλεια και την ελευθερία στους πολίτες της, σε άλλα μέρη του πλανήτη, όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η έρευνα συνεχίζεται!
Απολαύστε το φθινόπωρο με τα χίλια του χρώματα!
No tags
Σίγουρα θα την έχετε ακούσει την έκφραση, που την χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε, μάλλον ειρωνικά, πως κάποιος είναι πολύ απασχολημένος με κάτι και αδιαφορεί παντελώς για τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή και προσωπικά φέτος τη βίωσα κιόλας!
Στο μικρό κουσούλτο της γειτονιάς, που γίνεται πλέον στην κατωγιόπορτα της Ανδριανής, με ρώτησε ένα πρωί η καλή μου γειτόνισσα, αν θέλω να φτιάξω τραχανά. Εκείνη φυσικά εννοούσε, αν θέλω να δώσω παραγγελία για τραχανά, εγώ όμως άδραξα την ευκαιρία από τα μαλλιά και της δήλωσα, πως «ναι, θέλω να φτιάξω μόνη μου τον τραχανά μου φέτος!».
Ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει εκείνη την εβδομάδα της αναμονής μέχρι να καταφτάσει και η υπόλοιπη οικογένεια στο πατρικό για τις καλοκαιρινές διακοπές. Θα πρέπει όμως να ξεκινήσουμε αμέσως, συνέχισε εκείνη κατηγορηματικά, ελπίζοντας ίσως πως θα άλλαζα γνώμη, γιατί δεν είναι και εύκολη υπόθεση ο τραχανάς και θέλει το χρόνο του.
«Άκου να τρώμε ακόμα τραχανά και να θέλουμε μάλιστα να τον φτιάχνουμε και μόνοι μας …», την άκουσα να μουρμουρίζει τρυφερά! Πήγε το ίδιο βράδυ στον έμπορα της γειτονιάς μας, τον Ανδρέα, αγόρασε κομμένο μπουλουγούρι, το ανάμιξε με λίγο σιμιγδάλι και μου φώναξε πρωί-πρωί την άλλη μέρα κιόλας, ότι το μεσημέρι θα φέρουν το γάλα από το κοπάδι του αδελφού της και να είμαι παρούσα για την παραλαβή. Έτσι και έγινε!
Φτάνοντας ο Στάθης ο ανιψιός της με το γάλα, εκείνη είχε έτοιμο ένα μεγάλο αλουμινένιο δοχείο, στο βάθος του υπογείου και αρχίσαμε εναλλάξ και οι τρεις να ανακατέβουμε το γάλα – ακριβώς 16 κιλά! -, μέχρι που έβρασε και άρχισε ο Στάθης μετά να ρίχνει λίγο-λίγο το μίγμα. Εύκολο το ανακάτεμα με τον ξύλινο αγκάλιστρο στην αρχή, αλλά μετά όταν ο χυλός έδεσε ήθελε «μπράτσα», όπως είπε ο Στάθης, που ρίχνοντας 1-2 χούφτες αλάτι, ανέλαβε και τη συνέχεια, μέχρι να «βγούν στην κορφή οι καλογέροι»! Τον κοίταξα με απορία και μου απάντησε με ένα διφορούμενο γελάκι: «Κάτσε και θα τους δεις!».
Όταν σε λίγο άρχισαν να σχηματίζονται οι φούσκες στην επιφάνεια – αυτοί ήταν οι καλογέροι! – και ο Στάθης αγωνιζόταν να μη του κολλήσει ο πάτος, ενώ εγώ με το κινητό προσπαθούσα να «κρατήσω» τις στιγμές, μου ήρθαν στο νου οι μνήμες από παλιά, μισό αιώνα και βάλε, τότε, όταν πρωί-πρωί ο πατέρας μου γύριζε από το μαντρί του κουμπάρου Παναγιωτάκη, ψηλά στον Παρνασσό με τον φρεσκοφτιαγμένο τραχανά δεμένο μέσα σ΄ ένα υφαντό, γερό και κάτασπρο τραπεζομάντηλο. Πήγαινε αποβραδίς στο μαντρί με το χοντροκομμένο σιτάρι, – αλεσμένο από τη γιαγιά μου στο μύλο του Κοκορέλη φυσικά, για να πάρει πίσω και τα πίτουρα για τις κότες -, το μπουκαλάκι με το τσίπουρο και τα λουκουμάκια, μαζί με τα καρπούζια και τα πεπόνια και ότι άλλα καλούδια για τους κουμπαραίους, φορτωμένα στον Φίλιππο, το γαϊδουράκι μας. Έπηζαν επί τόπου τον τραχανά με το φρεσκοαρμεγμένο γάλα και μετά τον έφερνε στο χωριό. Το πρωινό μας εκείνη τη μέρα ήταν μαζί με το κακάο και ολόφρεσκος τραχανάς. Αξέχαστη γεύση!
Μετά αναλάμβαναν οι γυναίκες του σπιτιού την περαιτέρω διαδικασία για το σωστό στέγνωμα. Η δική μου συμβολή σ΄ αυτό το πανηγύρι, τότε, όπου όλη η γειτονιά πλέον συλλογικά το έβλεπε ως τέτοιο, ήταν τα μεσημέρια, μαζί με την συνονόματη κολλητή μου, όταν οι μεγάλοι ξάπλωναν για τον μεσημεριανό τους υπνάκο, να στήνουμε ένα τσαντήρι με λιόπανα, στην ταράτσα της Ανδριανής, για να μη μας «ντραλίσει» ο ήλιος, όπως μας συμβούλευε η γιαγιά μου, και να «φυλάμε» τον απλωμένο τραχανά, να μην το «μαγαρίσουν» οι γάτες και φάνε κάνα σπυρί τα πουλιά. Αξέχαστα καλοκαιρινά μεσημέρια, ξεφυλλίζοντας βιβλία και περιοδικά, κλέβοντας και από κανένα κορόμηλο από τον κήπο της Ανδριανής, γιατί η δική της ταράτσα από όλες τις άλλες της γειτονιάς, ήταν η πιο πρόσφορη για το στέγνωμα του τραχανά. Με το που σηκωνόταν η γιαγιά μου το απογευματάκι, αναλάμβανε εκείνη τη συνέχεια, αφού μας έφερνε στο «τσαντήρι» το κέρασμα, πότε παγωτό από τον Ματσόλα, πότε γκαζόζα Παρνασσού, να την πιούμε μισή-μισή!
Στην ίδια αυτή ταράτσα, λοιπόν, βρέθηκα μισό αιώνα και κάτι, να εκτελώ φέτος τα καθήκοντα της γιαγιάς μου. Αφού τον βράσαμε τον τραχανά, τον αφήσαμε μια νύχτα σκεπασμένο με ένα καθαρό τραπεζομάντηλο, στο υπόγειο. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα κατά τις 6.30, αχάραγα δηλαδή, ακούω την Ανδριανή να με φωνάζει από τον μεσότοιχο να πάω από κει για να «κομματιάσουμε» τον τραχανά. Πλύναμε προσεκτικά τα χέρια μας και με μια ξύλινη κουτάλα εναποθέταμε κομμάτια τραχανά στο μεγάλο τραπέζι του υπογείου και κατόπιν τα τρίβαμε σε μεγάλες μπουκιές. Έμεινε εκεί ο τραχανάς μέχρι το μεσημεράκι που έβαλε πάλι φωνή η Ανδριανή να πάω για να τον μεταφέρουμε στην ταράτσα πλέον. Είχε ήδη τοποθετήσει δύο παλιές πόρτες επάνω σε καβαλέτα για να μη σκύβουμε, απλώσαμε καθαρά άσπρα σεντόνια και εναποθέσαμε τον χοντροκομμένο τραχανά στον ήλιο, μέχρι που να πάρει χρώμα, όπως μου είπε, και να κάνει κρούστα. Ντάλα μεσημέρι νάτην πάλι η φωνή από δίπλα: «‘Έλα για να ρεμονίσουμε τον τραχανά!».
Εκείνη με μια πετσέτα δεμένη στο κεφάλι, εγώ με ένα καπέλο θαλάσσης, βαλθήκαμε μαζί να βάζουμε λίγο-λίγο τραχανά στο ρεμόνι και με τα δάκτυλα να προσπαθούμε να περάσουμε την μισοστεγνωμένη ζύμη από αυτή την ειδική σίτα. Επίπονη διαδικασία και κάτω από έναν μεσημεριάτικο ήλιο, που έκαιγε. Αλλά έτσι έπρεπε, κατά την Ανδριανή, να γίνει. Αυτή ήταν η σωστή ώρα για το ρεμόνιασμα! Οι άλλες γειτόνισσες που μας έβλεπαν γελούσαν και έλεγαν πως μόνο η ομπρέλα θαλάσσης μας λείπει, αλλά που να ενδώσει η Ανδριανή να πάμε στον ίσκιο. «Ο τραχανάς θέλει ήλιο και ιδρώτα…», έλεγε.
Και κυλούσε ο ιδρώτας αυλάκι, το ίδιο και οι αναμνήσεις από παλιά. Και τι δεν θυμήθηκα …Πρόσωπα αγαπημένα της γειτονιάς, ασχολίες που τις είχε πάρει η λήθη, γεύσεις και μυρωδιές που έχουν μείνει στη μνήμη μου παρά το πέρασμα των χρόνων. Ήταν ο τραχανάς σχεδόν το καθημερινό μας βραδινό εκείνα τα χρόνια και δεν έλειπε από κανένα σπίτι, μαζί με τις χυλοπίτες. Παραδοσιακά αραχωβίτικα προϊόντα.
Τελειώνοντας κάποτε απλώσαμε ένα τούλι μεγάλο πάνω από τον ρεμονισμένο τραχανά, που μοσχοβολούσε. Η γειτονιά συνέχιζε τη σιέστα, οι γάτες καλοταϊσμένες ούτε που έδιναν σημασία στον απλωμένο τραχανά, ώρα για ανάπαυση ο καθείς στο σπίτι του. Το απόγευμα πάλι στην ταράτσα για να τον «γυρίσουμε» …
Κοντοστεκόμουν, δεν μου έκανε καρδιά να φύγω και εκεί η Ανδριανή θυσίασε τη δική της σιέστα και με κάλεσε να πιούμε καφέ. Ίσως και να κατάλαβε την ανάγκη μου να μείνω κοντά στον τραχανά. Ή μήπως στις αναμνήσεις μου;
Δεν απλώσαμε λιόπανο – τι θα ωφελούσε χωρίς τη συνονόματη – αλλά εκεί στον ίσκιο που έριχνε το σπίτι στην ταράτσα, ήπιαμε το καφεδάκι μας σιωπηλές, απολαμβάνοντας και το συκαλάκι γλυκό από τα χεράκια της, μέχρι να έρθει η ώρα για το «γύρισμα», δηλαδή το ανακάτεμα του σχεδόν στεγνωμένου τραχανά. Όλο και έστρεφα τα μάτια μου προς την πόρτα, μπας και φανεί η γιαγιούλα μου, η Αλτάνα με τη γκαζόζα στο χέρι …
Το βράδυ τον μπάσαμε στο σαλόνι, επάνω στη μεγάλη τραπεζαρία και την άλλη μέρα το πρωί τον βγάλαμε και πάλι στη ταράτσα. Είχε πιά στεγνώσει, κατ΄ εμέ, αλλά η Ανδριανή είχε άλλη γνώμη.
«Το μυστικό του τραχανά», την άκουσα να λέει, «είναι το σωστό στέγνωμα, μαζί βέβαια με τα αρίστης ποιότητας υλικά!»
Δεν σήκωναν αντίρρηση τα λόγια της, άλλωστε η Ανδριανή είναι μοναδική στον τραχανά της, κατά γενική ομολογία («έκλεψα» τη συνταγή της!).
Την τρίτη μέρα το βραδάκι οι κόκκοι ήταν ήδη σκληροί, σημάδι ότι ήταν έτοιμος ο τραχανάς, για να μπει στο τραπέζι του σαλονιού, όπου έμεινε απλωμένος 2-3 μέρες ακόμα. Μετά μπήκε στις νάιλον σακουλίτσες έτοιμος να ταξιδέψει σε Ευρώπη και Αμερική, προμήθεια, από το χωριό, για τον χειμώνα.
Χθες, όμως, με το πέρασμα του τυφώνα, του «Ιανού», που έβαλε προσωρινά τέλος στο καλοκαιράκι, έπεσε το μάτι μου στη σακουλίτσα με τον τραχανά στο ψυγείο. Είναι προμήθεια για τον χειμώνα, έπιασα τον εαυτό μου να με μαλώνει, αλλά μήπως και αυτή η αντάρα, που έχει κρεμάσει ο Παρνασσός, ο αέρας, η βροχή και το κακό, που έχει ξεσπάσει, δεν φέρνουν προς χειμώνα; Να σας πω βέβαια, ότι και μια κάποια περιέργεια με έτρωγε από μέρες για να δοκιμάσω τον τραχανά, που έφτιαξα η ίδια για πρώτη φορά. Οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού, όμως ως τώρα, έβαζαν φρένο στην «περιέργεια», γιατί ο τραχανάς είναι για τον χειμώνα, αχνιστός, με λίγη φέτα Παρνασσού μέσα και μια (προαιρετική!) κουταλιά καλό βούτυρο.
Αλλά χάρη στον «Ιανό» απολαύσαμε χθες, πρώιμα, τον αχνιστό τραχανά, ενώ στα τζάμια έπεφτε η βροχή ασταμάτητα. Εκτός του ότι ικανοποιήθηκε η περιέργειά μου, μου φάνηκε – συγχωρέστε με! – νοστιμότερος από κάθε άλλη φορά …
No tags
Έχει πια καθιερωθεί η ευρύτερη οικογενειακή εξόρμηση στη φύση, κάθε καλοκαίρι. Ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας και η συμμετοχή, χωρίς αυτή η παράμετρος βέβαια να στέκεται εμπόδιο. Να, το νεότερο μέλος ο Κωνσταντίνος, ούτε δυόμισι ετών, ανέβηκε μέχρι τη Βρωμόβρυση μαζί μας φέτος. Σχεδόν σε απαρτία η πρώτη πλέον γενιά της ευρύτερης οικογένειας, με γαμπρούς, κόρες και εγγόνια (όσοι μπόρεσαν) ξεκινήσαμε πρωί-πρωί με το αυτοκίνητο ως ένα σημείο και μετά από μια δύσκολη ανάβαση στις ανατολικές πλαγιές του Παρνασσού φτάσαμε στο σημείο, που ήταν για μας στόχος και αναφορά χρόνων. Εδώ ο παππούς μας, Γιάννης Γ. Πατσαντάρας, τσέλιγκας στον Παρνασσό, είχε τη στρούγκα του τα καλοκαίρια και το κονάκι του στην κόψη του βράχου, με σκαλισμένα τα αρχικά των πατεράδων μας στο βράχο.
«Να πιούμε νερό από τη Βρωμόβρυση, φέτος!» Αυτό ήταν το στοίχημα. Ρίξαμε τον κουβά στο πηγάδι, που είχαν φτιάξει οι τσελιγκάδες τότε στην κορυφή σχεδόν του Παρνασσού και ήπιαμε το κρούσταλλο νερό από τα σωθικά του. Έξι μέτρα βάθος έχει το πηγάδι και είναι περίτεχνα φτιαγμένο με ξερολιθιά. Λαμπύριζε ο ήλιος στα σπλάχνα του και εμείς ρίχναμε τον κουβά και όλο πίναμε λες και δεν είχε χορτασμό αυτό το νερό! Ξεναγός μας στα λημέρια των παππούδων μας ο τωρινός ένοικος της στρούγκας, ο τελευταίος των «Μοϊκανών» τσελιγκάδων σ΄αυτά τα λημέρια, Χρήστος Κοκκοβός με τον γιό του τον Παναγιώτη.
«Σας περίμενα μας είπε, μόλις μας είδε να ανηφορίζουμε, γιατί σήμερα το βράδυ στον ύπνο μου είδα την Νονά μου (την αείμνηστη μητέρα μου, που τον είχε βαφτίσει), ότι είχε έρθει στο παλιό μας σπίτι και στεκόταν στην πόρτα». Λένε πως είναι αλαφροῒσκιωτοι οι ξωτάρηδες στα βουνά, αλλά τα λόγια αυτά ειπωμένα έτσι απλά και για καλωσόρισμα, έδωσαν τον τόνο στην επίσκεψη και μας κατασυγκίνησαν… Κάποιοι «παλιοί» απόντες, λοιπόν, μας οδήγησαν να πάμε εκεί για φέτος, είπαμε.
Μας μάλωσε που δεν τον είχαμε ειδοποιήσει για να κάνει το «κουμάντο» του, αλλά τα όσα είχε στο κονάκι του και τα όσα φέραμε μαζί μας στα σακίδια δεν είχε χώρο το τραπέζι να τα χωρέσει. Ντομάτες, αγγούρια και σταφύλια από το περιβόλι του Γιάννη, του πρωτοξάδερφου, που έχει και το όνομα του παππού μας, σταρένια παξιμάδια από τη Δεσφίνα, φέτα Παρνασσού και από μια ρουφηξιά κοκκινέλι, με ένα μεζέ από τη στρούγκα, έ, τι άλλο να επιθυμήσεις, εκεί στον τόπο που τον πλαισιώνουν, έτσι κι αλλιώς, τόσες νοσταλγικές διηγήσεις από τα παλιά. Να μη ξεχάσω, όμως και το υπέροχο ραβανί, της καινούργιας συμπεθέρας μας, Ελένης, που μας το έστειλε να μας γλυκάνει.
«Πέρδικα, λέγαν την γιαγιά σας, οι άλλοι τσοπαναραίοι, γιατί είχε όμορφα μάτια και πλουμιστά και Περιστέρα την αδελφή της, που πήρε τον Βελόνη», μας πληροφόρησε ο Χρήστος που ξέρει την κάθε πέτρα στον Παρνασσό και οι ιστορίες του για τα περασμένα δεν είχαν τελειωμό. Χαιρόταν να μας τα διηγείται κι εμείς δεν χορταίναμε να τον ακούμε.
Έβγαλε ο πρωτοξάδερφος τον σουγιά που είχε σκαλίσει ο παππούς μας περίτεχνα επάνω σε κέρατο και τον έδωσε επί τόπου αναμνηστικό στον αδελφό μου. Έναν παρόμοιο κράτησε για τον εαυτό του. Τους θυμηθήκαμε όλους τους «παλιούς», τους μελετήσαμε και ευχαριστήσαμε τον Θεό, που μας αξίωσε να βρεθούμε όλοι μαζί (όσοι μπορέσαμε) στον τόπο που έζησαν και κράτησαν ψηλά το όνομα.
Πέρα όμως από το νοσταλγικό και «μνημοσυνιακό» μέρος της εξόρμησης για φέτος, μείναμε όλοι μας με το στόμα ανοιχτό από τη φύση που αντικρύζαμε γύρω μας. Ο Θεός και Δημιουργός μας, χωρίς φειδώ, προίκισε αυτόν τον τόπο με το κατιτίς παραπάνω. Φτάσαμε πάνω από τα 2.000 μέτρα ύψος και οι άγριες ορχιδέες μας έδειχναν ακόμα τον ανθό τους κάτω στη γη, ενώ στο απέραντο γαλάζιο από πάνω μας, οκτώ αετοί μας καλωσόριζαν στα απάτητα λημέρια τους από ψηλά. Τρεις-τέσσερες περδικούλες έφυγαν μπροστά από πόδια μας, καθώς ανεβαίναμε στα δύσβατα μονοπάτια, ενώ οι μαύρες πεταλούδες του Παρνασσού δεν έδειχναν να ενοχλούνται. Σμήνος πετούσαν γύρω μας, σαν νάταν οι ψυχούλες όλων των προγόνων μας και των άλλων βουνίσιων που έζησαν εκεί. Ευλογημένος τόπος! Βρήκαμε ένα κλωνάρι τσάϊ Παρνασσού και μεθύσαμε στο άρωμά του, καθώς το περνούσαμε από χέρι σε χέρι. Ένα γεράκι-πετρίτης πετούσε από βράχο σε βράχο, πριν χαθεί από τα μάτια μας. Ανεβαίνοντας, στα δεξιά μας και σ΄ όλη τη διαδρομή, πιάτο μπροστά μας ο Κορινθιακός, από τη μια άκρη του μέχρι την άλλη, σα λίμνη γλυκόστρωτη. Η ορατότητα ήταν ιδιαίτερα καλή και βλέπαμε μέχρι πέρα τα βουνά της Πελοποννήσου. Και πιο κοντά, οι πλαγιές από το Ξεροβούνι, σαν «αλεποουρές», κατά που τις έβλεπε και ο Σεφέρης, όταν το 1935 περιδιάβαινε στα μέρη μας και έγραφε τις εντυπώσεις του στο «Μέρες Γ΄», σελ. 16-17: «Σάββατο, 27 Απρίλη, Αράχωβα. Πλαγιές με μικροσκοπικά κλήματα, σαν ουρές αλεπούς, που ξετρυπώνουν στην κατηφοριά. Πάνω από το χωριό οι ράχες του Παρνασσού με λάκκους και χαραματιές γεμάτες χιόνι, απρόσωπο, αφηρημένο… Γυναίκες με μάτια έξυπνα. Θαυμάσια ομιλία, νιώθει κανείς πως βρίσκεται σε μια κοιτίδα της ελληνικής γλώσσας».
Κοντά στη στρούγκα εκεί που την Άνοιξη φυτρώνει άγριο σπανάκι μας περίμεναν τα καγίλια (οι άγριες τσουκνίδες του Παρνασσού), που φύτρωσαν και το κατακαλόκαιρο φέτος, μετά τις βροχές της περασμένης εβδομάδας. Σταθήκαμε τυχεροί και σ΄ αυτό. Τα μάζεψε ο αδελφός μου με σπουδή αψηφώντας το τσούξιμο στα χέρια… Θα είναι το βραδινό μας, όλης της συντροφιάς, που είπαμε για να κλείσουμε τη μέρα να βρεθούμε το βραδάκι στην αυλή του πατρικού, να πιούμε μια κούπα από το ζουμί τους και να ανακεφαλαιώσουμε.
Του χρόνου ποιος ξέρει κατά πού θα μας πάει η νοσταλγία …
No tags
Κάθε χρόνο, την προ-τελευταία Κυριακή του Ιουλίου, ο Δήμος Καραϊσκάκη του Νομού Άρτας, με τα 16 χωριά του, γιορτάζει με μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στη Σκουληκαριά, που είναι και ο τόπος, όπως λέγεται, γέννησης του ήρωα.
Ήταν ένα κρύο βράδυ του περασμένου χειμώνα, στις Βρυξέλλες, όταν ο φίλος Αριστείδης Λαυρέντζος, ο θεατράνθρωπός μας της Ελληνικής Κοινότητας Βρυξελλών, ξεδίπλωνε στην παρέα τα σχέδιά του για την επόμενη θεατρική σαιζόν. Ανέφερε το όνομα του Καραϊσκάκη και εγώ σαν γέννημα θρέμμα της Αράχωβας που είμαι, πετάχτηκα από τη θέση μου … Ούτε ο καλός μου φίλος είχε τόσα χρόνια συνειδητοποιήσει ότι η καταγωγή μου ήταν από την Αράχωβα, ούτε εγώ ήξερα για την ύπαρξη του Δήμου Καραϊσκάκη, απ΄ όπου κατάγεται ο ίδιος. Έγινε εκ μέρους του η πρόταση στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου και βρέθηκα επίσημη προσκαλεσμένη του Δήμου, για την εκφώνηση του πανηγυρικού της ημέρας. Εν μέσω «κορωνοϊού» και με δυσκολία στις πτήσεις από το εξωτερικό, τελικά τα καταφέραμε και βρεθήκαμε στη Σκουληκαριά!
Ήταν για μένα βαθύ ιστορικό προσκύνημα. Δεν μεγαλώσαμε εμείς στην Αράχωβα με παραμύθια για νεράιδες και βασιλοπούλες, αλλά τα χειμωνιάτικα βράδια γύρω από το τζάκι οι παππούδες μας μας έλεγαν και μας ξανάλεγαν για τη νικηφόρα μάχη της Αράχωβας, με αρχιστράτηγο τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, έτσι που θρεφτήκαμε μαζί του και βλέποντας την μαρμάρινη προτομή του να μας ατενίζει αφ΄ υψηλού στα παιχνίδια μας, τον θεωρούσαμε δικό μας και ένα μ΄ εμάς.
Α, πόσα επεισόδια της μάχης φέρνει ο νους μου
Περήφανος και γελαστός μου τάλεγε ο παππούς μου,
γράφει ο Αραχωβίτης ποιητής, Γ. Αργυρίου.
Όταν είχε πέσει το Μεσολόγγι, τον Απρίλιο του 1826, η Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια στη Ρούμελη. Ο Κιουταχής πολιορκούσε ασφυκτικά την Ακρόπολη των Αθηνών και ο Μουστάμπεης παρέλαυνε νικητής και τροπαιούχος από τον Μαλιακό κόλπο προς τον Νότο. Ο Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του έπιασαν την εκκλησία του Αι-Γιώργη, ψηλά στην Αράχωβα και επί μέρες πολεμούσαν τον εχθρό, μέχρι που περικύκλωσαν στρατηγικά τους Τούρκους, στο ύψωμα πάνω από την εκκλησία. Ξημερώνοντας η 24η Νοεμβρίου 1826 θύμωσε και ο Παρνασσός και έστειλε το πρωτοπαλίκαρό του, τον Κατεβατό, όπως τον λένε οι ντόπιοι αυτόν τον φοβερό άνεμο και με χιονόνερο «επαπειλούσε να τους ενταφιάσει ζωντανούς», όπως γράφει ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας, συμπολεμιστής και πρώτος βιογράφος του Καραϊσκάκη. Τέτοια φθορά δεν είχαν ξαναπάθει οι Τούρκοι από τον καιρό της νίλας του Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι,
Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι ο πάγος σαβανώνει,
θα γράψει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
Στη Σκουληκαριά, λοιπόν, σηκώθηκα πρωί-πρωί και πήγα στην πλατεία του χωριού, που ήταν εορταστικά σημαιοστολισμένη για την εκδήλωση, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Ψυχή δεν ήταν γύρω και καθώς πλησίασα, πήρε το μάτι μου τη λέξη «Αράχωβα», σκαλισμένη σε μάρμαρο, στο μνημείο, και σε ευθεία γραμμή την μαρμάρινη προτομή του Καραϊσκάκη. Σα γνήσια κόρη της Αράχωβας, τι να σας πω, συγκινήθηκα και φώναξα δυνατά το ευχαριστώ μου και την ευγνωμοσύνη μου στον ήρωα του ΄21, που έδωσε ό,τι κι αν είχε και την ίδια του τη ζωή στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας μας. Ακούγεται ίσως πολύ πατριωτικό, αλλά έτσι το ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Κι όλες τις μέρες που μείναμε στην Σκουληκαριά, η αδελφή μου η κόρη μου κι εγώ, τύχαμε τέτοιας ζεστής φιλοξενίας και τιμής από όλους τους ντόπιους που θα μας μείνουν αξέχαστες, με επικεφαλής τον Δήμαρχο Περικλή Μίγδο και τον πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου, Γιώργο Κουρτέσα. Και πιότερο γιατί είμασταν από την Αράχωβα, που δόξασε και δοξάστηκε ο ήρωας. Επισκεφτήκαμε το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, λίγο πιο έξω από το χωριό, όπου στο μεσαίο κελί του υπογείου, γεννήθηκε ο Καραϊσκάκης, πριν φύγουν, λεχώνα η μάνα του, Ζωή Ντιμισκή, για το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στο Μαυρομάτι Καρδίτσης, όπου τους έστειλε ο ηγούμενος του μοναστηριού, Καλλίνικος, από φόβο να μη ξεσπάσει η οργή των Ντιμισκαίων, αδελφών της Ζωής, που ήταν διάσημοι κλέφτες στην περιοχή, επάνω τους για το εξώγαμο της αδελφής των, που την φιλοξενούσαν στο μοναστήρι. Ο Νίκος Πλακιάς, ο πατέρας, όπως λένε, του Καραϊσκάκη, από την Σκουληκαριά και αυτός, ήταν σε πόλεμο οικογενειακό από παλιά με τους Ντιμισκαίους, αλλά, βλέπετε, την αγάπησε, όπως φαίνεται, τη Ζωή. Η βεντέτα όμως δεν σταμάτησε και επτά νοματαίοι σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές, όπως μου έλεγαν το βράδυ στην πλατεία, με πρώτο θύμα τον ίδιο τον Νίκο Πλακιά.
«Γύρνα με τρόπο πίσω σου και πες μου, τι βλέπεις», μου ψιθύρισε στο αυτί, ο καλός μου φίλος.
«Τον …Καραϊσκάκη!», του απαντώ με φανερή έκπληξη.
«Είναι απόγονος, εκ της οικογενείας Πλακιά», μου απάντησε με νόημα. Υπάρχουν και κάποιες άλλες παραλλαγές για την πατρότητα του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ένα είναι βέβαιο. Ο τόπος αυτός, που ευτύχησα να περπατήσω στις 19 Ιουλίου 2020, εκεί στα όμορφα βουνά της Άρτας, γέννησε έναν μοναδικό Ήρωα και ήταν έντονη η ψυχική ανάταση που ένιωσα εγώ, η πρώτη Αραχωβίτισσα που πάτησε εκεί το πόδι της, να τον περπατώ και να μιλώ για τη μεγαλύτερη νίκη του στους απλούς κατοίκους και στους τόσους επισήμους που ήρθαν στην εκδήλωση.
Αν δεν το πιστεύετε, ελάτε στην αυλή του πατρικού μου, όπου θα ξεκαλοκαιριάσω, να τα συζητήσουμε και να σας δείξω και φωτογραφίες. Με καφεδάκι, κρύο νερό και γλυκό του κουταλιού για κέρασμα!
No tags
Τυχαία έπεσα επάνω στην φωτογραφία, που είχε αναρτήσει στο διαδίκτυο η φίλη μου Κατερίνα από την Πάτρα, που μ΄ έκανε, εν μέσω καραντίνας, να νοσταλγήσω τον τόπο μου και το καλοκαίρι εκεί. Βιάστηκα και της τόγραψα και να η απάντησή της: «Μη ξεκινήσεις ακόμα, τα σύκα είναι μαγιάτικα! Πρέπει να περιμένεις λίγο για τ΄ αυγουστιάτικα …».
Γέλασα από καρδιάς! Αν ήταν απ΄ αλλιώς αύριο κιόλας θα ξεκινούσα, της απάντησα. Μια όαση αυτή η σκέψη μέσα στην βδομάδα που μας πέρασε, που είχε λίγο απ΄ όλα τα «κακά»!
Το Βέλγιο συνεχίζει να είναι στην κόκκινη λίστα των κρατών που δεν έχουν το ελεύθερο για το ελληνικό καλοκαίρι, τουλάχιστον όχι ακόμα και όχι χωρίς προϋποθέσεις. Συνεχίζουν να μετρούν θανάτους καθημερινά εδώ από τον COVID-19. Επομένως οι διακοπές στην πατρίδα πάνε όλο και πιο πίσω …
Αλλά και γενικά, τίποτα άλλο ευχάριστο και ελπιδοφόρο. Στις πρωινές ειδήσεις έγινε αναφορά στο βιβλίο-εκδίκηση (;) ενός πρώην στενού συνεργάτη του αμερικανού προέδρου, σε θέματα ασφαλείας, και στην ερώτηση του τελευταίου, στο πλαίσιο καθημερινής συνάντησης με τους συνεργάτες του, αν η Φινλανδία ανήκει στην Ρωσία! Τι θα ακούσω ακόμα … Η Αμερική είναι πάντως ξεχωριστή ήπειρος και την χωρίζει ένας ωκεανός από την Ευρώπη, αν και όχι τόσο βαθύς, όπως φαίνεται. Οι αντιρατσιστικές διαδηλώσεις, που ταλανίζουν τελευταίως τη χώρα εκεί, πέρασαν εύκολα και στην Ευρώπη και βρήκαν πρόσφορο έδαφος κι εδώ, ιδιαίτερα σε χώρες με βεβαρυμμένο αποικιακό παρελθόν. Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο κόσμος βγήκε κατά χιλιάδες στο δρόμο.
Στις ίδιες πρωινές ειδήσεις, με καθήλωσε – το ομολογώ — η δημόσια καταγγελία μιας Ευρωβουλευτού ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που από προχθές ξεκίνησε και πάλι τις συνεδριάσεις του. Φτάνοντας σ΄ ένα σταθμό των Βρυξελλών από τη χώρα της, είδε εννέα (!) αστυνομικούς της Ομοσπονδιακής Βελγικής Αστυνομίας να έχουν ρίξει στο έδαφος έναν άνδρα με σκουρόχρωμη επιδερμίδα και να προσπαθούν να του περάσουν χειροπέδες. Μια δυστυχώς αρκετά συνηθισμένη εικόνα τις τελευταίες εβδομάδες, σε όλον τον κόσμο. Έβγαλε το κινητό της, όπως κάνουν όλοι πιά και θέλησε να φωτογραφίσει τη σκηνή. Αμέσως τέσσερις (!) από τους αστυνομικούς έτρεξαν προς το μέρος της, την έσπρωξαν βίαια στο τοίχο, της άρπαξαν το κινητό και άρχισαν να της κάνουν σωματικό έλεγχο, κρατώντας της τα χέρια και τα πόδια. Έβαλε τις φωνές η γυναίκα – τί στο καλό την έχει στείλει η χώρα της στο Ευρωκοινοβούλιο! – για να υπερασπιστεί τα αυτονόητα δικαιώματά της, επειδή δεν απαγορεύεται σε δημόσιο χώρο να φωτογραφίζεις, λέγοντας συγχρόνως ότι είναι Ευρωβουλευτής και δείχνοντας μάλιστα την κρεμασμένη ταμπελίτσα με τα προσωπικά της στοιχεία από τον λαιμό της.
Η κυνική απάντηση του βέλγου αστυνομικού: «Όλες οι καθαρίστριες εδώ το ίδιο μας λένε, όταν τις συλλαμβάνουμε …».
Έτυχε βλέπετε η γυναίκα να έχει σκούρο χρώμα επιδερμίδας … και έτυχε να βρίσκεται στο σταθμό μιας χώρας, που όλοι οι μαύροι έρχονταν από παλιά με έναν και μοναδικό σκοπό, να υπηρετούν δηλαδή τους λευκούς.
Παλιά και πονεμένη η αποικιακή ιστορία του Βελγίου και του βασιλιά του, Λεοπόλδου ΙΙ, ξύπνησε και πάλι τα φαντάσματα στην πόλη των Βρυξελλών. Η πάλαι ποτέ αποικία, το «Βελγικό Κονγκό», ήταν μια «κότα που γεννούσε χρυσά αβγά», όχι όμως για τους Κονγκολέζους. Ο φάκελος «Εκκαθάριση της Ιστορίας» φαίνεται δεν έχει κλείσει ακόμα σ΄ αυτήν εδώ τη χώρα. Στην ημερησία διάταξη είναι πλέον οι βανδαλισμοί σε αγάλματα του τότε βασιλιά, όπως και η απαίτηση εδώ και τώρα να μετονομαστούν δρόμοι και πλατείες, που φέρουν το όνομά του. Αλλά θα επανέλθω σ΄ αυτό το φλέγον θέμα γιατί στη χώρα που ζω είναι το ζητούμενο πλέον και το παρακολουθώ στενά.
Για σήμερα όμως το βλέμμα μου αναπαύεται και πάλι στη φωτογραφία της φίλης μου, στο χρώμα και στη δροσιά που εκπέμπει. Ένα ελπιδοφόρο κομμάτι ελληνικού καλοκαιριού, έστω και με μαγιάτικα σύκα! Εξάλλου θερινό ηλιοστάσιο σήμερα!
No tags
Ένας μύθος από μόνο του αυτό το ξενοδοχείο των πέντε αστέρων, με τα απαράμιλλα βιτρό Art Nouveau, τους μαρμάρινους τοίχους, τα επιχρυσωμένα ανάγλυφα στο ταβάνι, τους γωνιακούς στρογγυλούς καναπέδες της Belle Époque και τους μοναδικούς χώρους υποδοχής σε στιλ Αναγέννησης. Κόσμημα ιστορικό της πλατείας de Brouckère, στις Βρυξέλλες, από το 1895, που δυο αδέλφια είχαν τότε την ιδέα να ανοίξουν ένα καφέ στο κέντρο της πόλης, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σ’ αυτό που είναι μέχρι σήμερα και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης.
Με το που μπαίνει κανείς στην είσοδο ξεκινάει το ταξίδι σε χρόνους περασμένους, μυθικούς, περνώντας μπροστά από τη σειρά με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στη δεξιά πλευρά του τοίχου, όπου εικονίζονται, μεταξύ άλλων, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, μαζί με την Μαρί Κιουρί και τον Ανρί Πουανκαρέ, τον Μαξ Πλανκ, καθισμένους στο επίσημο τραπέζι συνδιασκέψεων του Ινστιτούτου Solvay. Ο Ερνέστ Solvay, βέλγος χημικός και πλούσιος βιομήχανος, ιδρυτής της εταιρίας Solvay, διοργάνωνε εκεί επιστημονικά συνέδρια, όπου οι μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της εποχής στη φυσική και τη χημεία έδιναν ανελλιπώς το παρόν και βιάζονταν να πάρουν σειρά για να ανακοινώσουν διεθνώς τα επιστημονικά τους επιτεύγματα. Η μεγάλη ψηλοτάβανη σάλα, στο βάθος του ξενοδοχείου, με το μαρμάρινο επιβλητικό τζάκι, προσφερόταν θαυμάσια γι’ αυτό και τους φιλοξενούσε από το 1911 και για δεκαετίες μετά. Ίδια και απαράλλαχτη μέχρι σήμερα.
Στις μέρες μας, σαφώς και ήταν ελεύθερος ο καθένας, αφού έπαιρνε το ρόφημά του στο Café του ισογείου, να τα περιδιαβεί όλα αυτά ανενόχλητος και χωρίς να ανήκει στους πελάτες του ξενοδοχείου, γιατί οι ιδιοκτήτες του, στην έβδομη γενιά σήμερα, ήταν από την αρχή πεπεισμένοι ότι το Métropole δεν ήταν απλά ένα ξενοδοχείο πολυτελείας, αλλά ένας μύθος! Ο καθένας μπορούσε να ανέβει για παράδειγμα με το ασανσέρ, σε ξύλινη κατασκευή acajou, από την ίδια εταιρία που λίγα χρόνια πριν είχε κατασκευάσει και το ασανσέρ του Πύργου του Άιφελ στο Παρίσι, και να κατέβει πάλι από τον πρώτο όροφο στο ισόγειο από την άνετη μαρμαρόκτιστη κυκλική σκάλα. Σας εξομολογούμαι ότι το είχα κάνει, χωρίς να δίνω σημασία στα γέλια της παρέας, που το θεώρησε …παιδιάστικο! Με τον ίδιο τρόπο είχα ρίξει μια ματιά, κάποια άλλη φορά, στη σάλα του πρωινού, επειδή με έτρωγε η περιέργεια από το όνομα που ήταν γραμμένο απ’ έξω: «Κήπος των Ινδιών»! Εξωτική διακόσμηση, σε αποικιακό στιλ τα τραπέζια και οι καρέκλες, με ένα σιντριβάνι στο μέσον να κελαρύζει και μια αιθέρια ύπαρξη από κάτω να λούζεται.
Τόπος γνωστός και αγαπημένος το καφέ του, για ένα τσάι, ή για ένα «κιρ ρουαγιάλ», πάντα μετά τη βόλτα στην Grand´Place, παραμονές Χριστουγέννων, όπου και ο στολισμός στην αίθουσα ήταν μοναδικός. Πολιτισμένο και ήσυχο το περιβάλλον για όμορφες συναντήσεις και ατέλειωτες συζητήσεις εκεί με φίλους και αγαπημένα πρόσωπα. Θα μου λείψει …
Γιατί σύντομα κλείνει τις πόρτες του για πάντα, όπως άκουσα με θλίψη στις ειδήσεις την περασμένη Τετάρτη. Θύμα κι αυτό της πανδημίας του κορωνοϊού, είπαν, χτυπημένο από τις παράπλευρες οικονομικές του συνέπειες. «Δεν έχουν άλλη επιλογή», ανέφεραν οι ιδιοκτήτες θλιμμένοι, τόσο για την απόφαση που αναγκάστηκαν να λάβουν, όσο και για τους 129 υπαλλήλους τους που θα μείνουν στο δρόμο.
Θα μου πείτε, τι κάθεσαι και σκέφτεσαι, εδώ ο κόσμος καίγεται, χθες τα θύματα της ημέρας έφτασαν πάλι τα 248 στο Βέλγιο … Αν όμως περάσει κι αυτό και πάρει τέλος η καραντίνα, πριν βεβαίως κλείσει τις πόρτες του το Métropole, θάθελα για μια τελευταία φορά να κάτσω στο γωνιακό τραπεζάκι του καφέ του, στην πίσω εσωτερική έξοδο της αίθουσας και να πω «αντίο» σ΄ έναν μύθο.
ΥΓ. Βίκυ, καλή μου φίλη, λογαριάζαμε να πάμε και πάλι μαζί και μας πρόφτασε ο κορωνοϊός. Βιάσου λοιπόν τώρα και έλα!
No tags
«Δεν αντέχω και δεν το βρίσκω σωστό να μου πειράζουν τα δικαιώματά μου, ως ελεύθερος χριστιανός πολίτης …», «… ως ελεύθερος πολίτης σε μια Δημοκρατία δεν παραιτούμαι τόσο εύκολα από τα δικαιώματά μου», «έλεος πιά με τους άθεους που θέλουν να μας κλείσουν τις εκκλησίες μας …» είναι κάποιες από τις αναφορές που διάβαζα τις τελευταίες μέρες στον ελληνικό τύπο με αφορμή την ανακοίνωση της κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας για την επιβολή του μέτρου της προσωρινής απαγόρευσης της τελετής κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Είναι αδιανόητο για τους χριστιανούς, να μη μπορούν να πάνε στην εκκλησία τους, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες του Πάσχα, για να λατρεύσουν τον Θεό.
Τα αντίστοιχα κρατικά μέτρα βέβαια που ανακοινώθηκαν στη χώρα μας λαμβάνονται το ίδιο δραστικά και σ΄όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Κάποια θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζονται διεθνώς αυτή τη στιγμή, όπως αυτό της Θρησκευτικής Ελευθερίας και ιδιαίτερα στην δημόσια και συλλογική εκδήλωσή της. Ζούμε όμως εν μέσω μιας πανδημίας που έχει πλήξει ολόκληρο τον πλανήτη, προκαλώντας τεράστιες ζημιές σε κάθε επίπεδο και με άδηλο ακόμη το τέλος της.
Ας δούμε λοιπόν την Θρησκευτική Ελευθερία, ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά από την διεθνή σκοπιά διεκδίκησης και προστασίας του. Πολλά είναι τα συμβατικά κείμενα που ισχύουν σήμερα, με ποικίλη ονομασία (συμβάσεις, συνθήκες, πρωτόκολλα, κλπ.), τα οποία αναφέρονται σ΄αυτό το δικαίωμα και διαμορφώθηκαν έπειτα από μακροχρόνια επεξεργασία στα αρμόδια διεθνή όργανα. Οι διεθνείς αυτοί κανόνες προνοούν μεν για την αναγνώριση του δικαιώματος της Θρησκευτικής Ελευθερίας, αλλά για την πλήρη εφαρμογή και προστασία της χρειάζεται και η συνδρομή των εθνικών κρατικών οργάνων, αφού αυτοί οι κανόνες εντάσσονται στη χώρα μας για παράδειγμα (Άρθ. 28, παρ. 1 του Συντάγματος), στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους.
Ας θεωρήσουμε επί του προκειμένου δύο διεθνή κείμενα, το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), και το επίσης άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (1966), τα οποία η χώρα μας έχει υπογράψει και επικυρώσει. Το παγκόσμιο πολιτικό κύρος και των δύο είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να τηρούν αυστηρά τους κανόνες αυτούς.
Και τα δύο άρθρα αναφέρονται στην Θρησκευτική Ελευθερία ορίζοντάς την, ως την ενδόμυχη αντίληψη καθενός περί ηθικής, υπονοώντας παράλληλα την ελευθερία διατήρησης, επιλογής και εκδήλωσης της θρησκείας ή της πεποίθησης κατ΄ιδίαν και από κοινού. Η δημόσια εκδήλωση πραγματοποιείται με λατρεία, τελετή και διδασκαλία. Οι ελευθερίες αυτές είναι απόλυτες, όπως μας τόνιζαν όλοι οι νομικοί μας δάσκαλοι στα αμφιθέατρα, προσθέτοντας αυτάρεσκα ένα, «πλην…», στο τέλος της σκέψης τους. Μόνο στη δημόσια εκδήλωση της θρησκείας επιτρέπονται περιορισμοί, όταν αυτοί είναι απαραίτητοι για λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, τάξεως, ηθικής ή των ελευθεριών και βασικών δικαιωμάτων του πλησίον (Άρθο 18 παρ. 3 του Συμφώνου).
Είναι γνωστό ότι, όλα τα νομικά κείμενα περιέχουν ρήτρες που επιτρέπουν στα συμβαλλόμενα κράτη, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπως, όταν απειλείται ή υπάρχει κίνδυνος σοβαρός για την ασφάλεια του έθνους, να θεσπίζουν δια νόμου την προσωρινή αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως στην προκειμένη περίπτωση της ελεύθερης και από κοινού εκδήλωσης της θρησκείας των πολιτών. Ως κριτήριο λειτουργεί η αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή πρέπει πάντα να υπάρχει αναλογία μεταξύ των λαμβανομένων περιοριστικών μέτρων και των συγκεκριμένων εξαιρετικών περιστάσεων που επιβάλλουν την λήψη τους, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Επομένως, από τη σκοπιά του Διεθνούς Δικαίου, επιτρέπεται στις κυβερνήσεις των κρατών να επιβάλουν δια νόμου περιορισμούς σε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, όπως είναι και αυτό της δημόσιας συλλογικής έκφρασης της Θρησκευτικής Ελευθερίας, όταν είναι να διαφυλαχθεί το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ζωής και της δημόσιας υγείας. Και τα δύο αυτά αγαθά οφείλουν να είναι το ζητούμενο σήμερα στην μάχη κατά του κορωνοϊού που εξαπλώνεται με τρομακτικό ρυθμό γύρω μας και χωρίς διάκριση, περιορίζοντας προσωρινά και χωρίς να καταργούν το «απόλυτο» θεμελιώδες δικαίωμα της Θρησκευτικής Ελευθερίας. Σ΄αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίπτωση οφείλουν οι πολίτες να συμμορφώνονται με τις επιταγές της πολιτείας για την προσωρινή απαγόρευση της τελετής κάθε είδους λειτουργιών και ιεροπραξιών στους θρησκευτικούς χώρους λατρείας όχι μόνο για το δικό τους καλό αλλά και, ως χριστιανοί, για έναν λόγο παραπάνω: από αγάπη για τον συνάνθρωπο, την δεύτερη μεγάλη εντολή του Χριστού, που όμως είναι αλληλένδετη με την πρώτη:
Διδάσκαλε, ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω; Ο δε έφη αυτώ, αγαπήσεις κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου, αύτη εστίν η μεγάλη και πρώτη εντολή. Δευτέρα ομοία αυτή, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος κρέμαται και οι προφήτες.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 22: 37-40
No tags
Για σκεφτείτε να μας έκανε επίσκεψη ο κορωνοϊός, μόλις δεκαπέντε χρόνια πριν, όταν και μόνο το άκουσμα της λέξης, τηλεδιάσκεψη στη σημερινή της μορφή, θα παρέπεμπε σε κινηματογραφική ταινία της τάξης, «Επιστροφή στο Μέλλον», τη θυμάστε;
Είναι πάνω από τρεις βδομάδες τώρα που η μια μετά την άλλη άρχισαν να ακυρώνονται οι επαγγελματικές συναντήσεις, οι ημερίδες και τα συνέδρια να σβήνουν από την ατζέντα και τα δελτία ειδήσεων και οι ιατρικές ανακοινώσεις να παίρνουν πρώτη θέση στα καθημερινά μας ενδιαφέροντα, βυθίζοντάς μας στη θλίψη και στην απόγνωση για τους συνανθρώπους μας που χάνονται. Όλων μας η ζωή έχει αλλάξει. Να μη χρειάζεται να ντυθείς και να βγεις έξω να πας στη δουλειά σου, κι ας είναι Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και πάει λέγοντας… Και το σαββατοκύριακο που ήλθε δεν σε συνεπήρε, όπως άλλοτε, γιατί στο μεταξύ και όλες οι προηγούμενες μέρες περίπου στον ίδιο ρυθμό κυλούσαν πλέον. Για κάποιους της «εξωτερικής εργασίας» ήλθαν τα πάνω κάτω γιατί η δουλειά έπρεπε, όπου αυτό ήταν εφικτό, να βγει τώρα από το σπίτι. «Χωρίς συναδέλφους, δούλεψα περισσότερο, θα το πιστέψεις;», μου έλεγε μια φίλη χθες. «Η δουλειά που έπρεπε να βγει, βγήκε και καλύτερα γιατί δεν είχα και τον προϊστάμενο από πάνω να σουλατσάρει άσκοπα στο γραφείο μου μέσα-έξω και να με εκνευρίζει», ένας άλλος φίλος. Ως και σ΄εμένα που είχα μόνο κάποιες γραπτές αναφορές να κάνω από το σπίτι, μου φάνηκε πως μου βγήκαν πιο χαλαρά αυτή τη φορά.
Προχθές όμως έπρεπε να επιχειρήσω για πρώτη φορά την τηλεδιάσκεψη, από τις εννιά το πρωί μέχρι τις μία το μεσημέρι. Με κλειστά τα σύνορα και τον ιό να καιροφυλακτεί στη γωνία, πού να ξεμυτίσεις για δουλειά, όσο απαραίτητες και αν ήταν οι λήψεις αποφάσεων, γιατί τα πάντα άλλα «ρει», κατά τον Ηράκλειτο, όπως μάθαμε και στο σχολείο.
Ετοιμάστηκα λοιπόν, όπως δηλώνουν και πολλοί άλλοι τηλε-συνδιασκεπτόμενοι, από τη μέση και πάνω εννοείται με τα καλά ρούχα της δουλειάς και κάτω φόρεσα την άνετη φόρμα σπιτιού, σε χρώμα γκρενά. Πήρα την κούπα με το τσάι μου να την έχω δίπλα μου, τις σημειώσεις μου, τα λεξικά μου για ώρα ανάγκης και στήθηκα στην ώρα μου μπροστά στην οθόνη. Με την βοήθεια του ειδικού της οικογένειας, που ευτυχώς η δική του τηλεδιάσκεψη άρχιζε στις 11, βρήκα τους υπόλοιπους να με περιμένουν στην οθόνη τους επίσης. Καλημεριστήκαμε, είπαμε τα τρέχοντα για τον κορωνοϊό στις χώρες μας και αφεθήκαμε στην ανάγνωση της ημερησίας διάταξης από την εισηγήτρια της Ομάδας Εργασίας. Τα θέματα ενδιαφέροντα, όπως και οι λήψεις αποφάσεων σημαντικές. Η ώρα περνούσε ευχάριστα γιατί παρεμπιπτόντως και το θέαμα μπροστά στην οθόνη μου ήταν ευχάριστο και με εναλλαγές. Δεν ήταν και λίγο να μπαίνεις ελεύθερα στα ξένα σπίτια, δώδεκα τον αριθμό, να βλέπεις πίσω από τους συνομιλητές σου τις γεμάτες βιβλιοθήκες τους, τους πίνακες στα σαλόνια τους, τις πόρτες τους να ανοιγοκλείνουν, μέλη της οικογένειας να γλιστρούν πίσω από την καρέκλα και να εξαφανίζονται μόλις αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν εν μέσω τηλεδιάσκεψης και κατοικίδια να δηλώνουν συχνά παρουσία. Χάζευα και τα πολύχρωμα θερμός που είχαν επάνω στα τραπέζια τους οι υπόλοιποι, σαφώς πιο προετοιμασμένοι και εκ των υστέρων κατάλαβα και τον λόγο, όταν η δική μου κούπα με το τσάι έφτασε γρήγορα στο τέλος, μεσούσης όμως της τηλεδιάσκεψης. Όπως στις διασκέψεις έτσι και στις τηλεδιασκέψεις είναι ελεύθερος ο καθένας και η καθεμιά να σηκωθεί για λίγο, κλείνοντας την οθόνη και το μικρόφωνο φυσικά, να βγει έξω να ξεμουδιάσει και να επιστρέψει. Σχεδόν όλοι έκαναν χρήση αυτού του δικαιώματος, χωρίς να λένε τον λόγο και χωρίς να σταματήσει ούτε στιγμή η τηλεδιάσκεψη. Μόνο εγώ έμεινα όλη την ώρα καρφωμένη στη θέση μου, γιατί λόγω τεχνικής απειρίας – ήταν η πρώτη μου τηλεδιάσκεψη! – δεν ήξερα να κλείσω κάμερα και μικρόφωνο για λίγο, χωρίς να αναρωτηθούν οι άλλοι πού στο καλό εξαφανίστηκα. Ο ειδικός της οικογένειας ήταν εν τω μεταξύ κλεισμένος στο γραφείο του, στη δική του τηλεδιάσκεψη και δεν μπορούσε να με βοηθήσει και σαν να μην έφτανε αυτό, εγώ φορούσα απερίσκεπτα την άνετη μεν φόρμα του σπιτιού μου, πλην χρώματος γκρενά! Αθέατη όσο ήμουν καθισμένη, όλοι όμως θα την έβλεπαν καθώς θα σηκωνόμουν και από μέσα τους σίγουρα θα γελούσαν για το αλλοπρόσαλλο του ντυσίματός μου, που δεν τους είχα συνηθίσει άλλωστε. Έτσι προτίμησα να μείνω καθηλωμένη στην καρέκλα μου με το στόμα στεγνό από τη δίψα και ευχόμενη να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το … μαρτύριο, που είχε όμως ξεκινήσει με τις καλύτερες προοπτικές και μια αφελή, παιδική θάλεγα, ανυπομονησία από μέρους μου, γι΄ αυτήν την πρώτη φορά τηλεδιάσκεψη.
Για την επόμενη όμως φορά το σημείωσα ήδη σε χαρτάκι στη ντουλάπα μου: η άνετη φόρμα σπιτιού χρώματος γκρενά ταιριάζει μόνο με μεγάλο θερμός τσαγιού δίπλα μου επάνω στο τραπέζι, ανεξαρτήτου χρώματος αυτό!
No tags