[whohit]Main[/whohit]

From Brussels With Love | Blog

Archive for September 20th, 2020

Σίγουρα θα την έχετε ακούσει την έκφραση, που την χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε, μάλλον ειρωνικά, πως κάποιος είναι πολύ απασχολημένος με κάτι και αδιαφορεί παντελώς για τα όσα συμβαίνουν γύρω του. Όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή και προσωπικά φέτος τη βίωσα κιόλας!

Στο μικρό κουσούλτο της γειτονιάς, που γίνεται πλέον στην κατωγιόπορτα της Ανδριανής, με ρώτησε ένα πρωί η καλή μου γειτόνισσα, αν θέλω να φτιάξω τραχανά. Εκείνη φυσικά εννοούσε, αν θέλω να δώσω παραγγελία για τραχανά, εγώ όμως άδραξα την ευκαιρία από τα μαλλιά και της δήλωσα, πως «ναι, θέλω να φτιάξω μόνη μου τον τραχανά μου φέτος!».

Ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου τύχει εκείνη την εβδομάδα της αναμονής μέχρι να καταφτάσει και η υπόλοιπη οικογένεια στο πατρικό για τις καλοκαιρινές διακοπές. Θα πρέπει όμως να ξεκινήσουμε αμέσως, συνέχισε εκείνη κατηγορηματικά, ελπίζοντας ίσως πως θα άλλαζα γνώμη, γιατί δεν είναι και εύκολη υπόθεση ο τραχανάς και θέλει το χρόνο του.

«Άκου να τρώμε ακόμα τραχανά και να θέλουμε μάλιστα να τον φτιάχνουμε και μόνοι μας …», την άκουσα να μουρμουρίζει τρυφερά! Πήγε το ίδιο βράδυ στον έμπορα της γειτονιάς μας, τον Ανδρέα, αγόρασε κομμένο μπουλουγούρι, το ανάμιξε με λίγο σιμιγδάλι και μου φώναξε πρωί-πρωί την άλλη μέρα κιόλας, ότι το μεσημέρι θα φέρουν το γάλα από το κοπάδι του αδελφού της και να είμαι παρούσα για την παραλαβή. Έτσι και έγινε!

Φτάνοντας ο Στάθης ο ανιψιός της με το γάλα, εκείνη είχε έτοιμο ένα μεγάλο αλουμινένιο δοχείο, στο βάθος του υπογείου και αρχίσαμε εναλλάξ και οι τρεις να ανακατέβουμε το γάλα – ακριβώς 16 κιλά! -, μέχρι που έβρασε και άρχισε ο Στάθης μετά να ρίχνει λίγο-λίγο το μίγμα. Εύκολο το ανακάτεμα με τον ξύλινο αγκάλιστρο στην αρχή, αλλά μετά όταν ο χυλός έδεσε ήθελε «μπράτσα», όπως είπε ο Στάθης, που ρίχνοντας 1-2 χούφτες αλάτι, ανέλαβε και τη συνέχεια, μέχρι να «βγούν στην κορφή οι καλογέροι»! Τον κοίταξα με απορία και μου απάντησε με ένα διφορούμενο γελάκι: «Κάτσε και θα τους δεις!».

Όταν σε λίγο άρχισαν να σχηματίζονται οι φούσκες στην επιφάνεια – αυτοί ήταν οι καλογέροι! – και ο Στάθης αγωνιζόταν να μη του κολλήσει ο πάτος, ενώ εγώ με το κινητό προσπαθούσα να «κρατήσω» τις στιγμές, μου ήρθαν στο νου οι μνήμες από παλιά, μισό αιώνα και βάλε, τότε, όταν πρωί-πρωί ο πατέρας μου γύριζε από το μαντρί του κουμπάρου Παναγιωτάκη, ψηλά στον Παρνασσό με τον φρεσκοφτιαγμένο τραχανά δεμένο μέσα σ΄ ένα υφαντό, γερό και κάτασπρο τραπεζομάντηλο. Πήγαινε αποβραδίς στο μαντρί με το χοντροκομμένο σιτάρι, – αλεσμένο από τη γιαγιά μου στο μύλο του Κοκορέλη φυσικά, για να πάρει πίσω και τα πίτουρα για τις κότες -, το μπουκαλάκι με το τσίπουρο και τα λουκουμάκια, μαζί με τα καρπούζια και τα πεπόνια και ότι άλλα καλούδια για τους κουμπαραίους, φορτωμένα στον Φίλιππο, το γαϊδουράκι μας. Έπηζαν επί τόπου τον τραχανά με το φρεσκοαρμεγμένο γάλα και μετά τον έφερνε στο χωριό. Το πρωινό μας εκείνη τη μέρα ήταν μαζί με το κακάο και ολόφρεσκος τραχανάς. Αξέχαστη γεύση!

Μετά αναλάμβαναν οι γυναίκες του σπιτιού την περαιτέρω διαδικασία για το σωστό στέγνωμα. Η δική μου συμβολή σ΄ αυτό το πανηγύρι, τότε, όπου όλη η γειτονιά πλέον συλλογικά το έβλεπε ως τέτοιο, ήταν τα μεσημέρια, μαζί με την συνονόματη κολλητή μου, όταν οι μεγάλοι ξάπλωναν για τον μεσημεριανό τους υπνάκο, να στήνουμε ένα τσαντήρι με λιόπανα, στην ταράτσα της Ανδριανής, για να μη μας «ντραλίσει» ο ήλιος, όπως μας συμβούλευε η γιαγιά μου, και να «φυλάμε» τον απλωμένο τραχανά, να μην το «μαγαρίσουν» οι γάτες και φάνε κάνα σπυρί τα πουλιά. Αξέχαστα καλοκαιρινά μεσημέρια, ξεφυλλίζοντας βιβλία και περιοδικά, κλέβοντας και από κανένα κορόμηλο από τον κήπο της Ανδριανής, γιατί η δική της ταράτσα από όλες τις άλλες της γειτονιάς, ήταν η πιο πρόσφορη για το στέγνωμα του τραχανά. Με το που σηκωνόταν η γιαγιά μου το απογευματάκι, αναλάμβανε εκείνη τη συνέχεια, αφού μας έφερνε στο «τσαντήρι» το κέρασμα, πότε παγωτό από τον Ματσόλα, πότε γκαζόζα Παρνασσού, να την πιούμε μισή-μισή!

Στην ίδια αυτή ταράτσα, λοιπόν, βρέθηκα μισό αιώνα και κάτι, να εκτελώ φέτος τα καθήκοντα της γιαγιάς μου. Αφού τον βράσαμε τον τραχανά, τον αφήσαμε μια νύχτα σκεπασμένο με ένα καθαρό τραπεζομάντηλο, στο υπόγειο. Πρωί-πρωί την άλλη μέρα κατά τις 6.30, αχάραγα δηλαδή, ακούω την Ανδριανή να με φωνάζει από τον μεσότοιχο να πάω από κει για να «κομματιάσουμε» τον τραχανά. Πλύναμε προσεκτικά τα χέρια μας και με μια ξύλινη κουτάλα εναποθέταμε κομμάτια τραχανά στο μεγάλο τραπέζι του υπογείου και κατόπιν τα τρίβαμε σε μεγάλες μπουκιές. Έμεινε εκεί ο τραχανάς μέχρι το μεσημεράκι που έβαλε πάλι φωνή η Ανδριανή να πάω για να τον μεταφέρουμε στην ταράτσα πλέον. Είχε ήδη τοποθετήσει δύο παλιές πόρτες επάνω σε καβαλέτα για να μη σκύβουμε, απλώσαμε καθαρά άσπρα σεντόνια και εναποθέσαμε τον χοντροκομμένο τραχανά στον ήλιο, μέχρι που να πάρει χρώμα, όπως μου είπε, και να κάνει κρούστα. Ντάλα μεσημέρι νάτην πάλι η φωνή από δίπλα: «‘Έλα για να ρεμονίσουμε τον τραχανά!».

Εκείνη με μια πετσέτα δεμένη στο κεφάλι, εγώ με ένα καπέλο θαλάσσης, βαλθήκαμε μαζί να βάζουμε λίγο-λίγο τραχανά στο ρεμόνι και με τα δάκτυλα να προσπαθούμε να περάσουμε την μισοστεγνωμένη ζύμη από αυτή την ειδική σίτα. Επίπονη διαδικασία και κάτω από έναν μεσημεριάτικο ήλιο, που έκαιγε. Αλλά έτσι έπρεπε, κατά την Ανδριανή, να γίνει. Αυτή ήταν η σωστή ώρα για το ρεμόνιασμα! Οι άλλες γειτόνισσες που μας έβλεπαν γελούσαν και έλεγαν πως μόνο η ομπρέλα θαλάσσης μας λείπει, αλλά που να ενδώσει η Ανδριανή να πάμε στον ίσκιο. «Ο τραχανάς θέλει ήλιο και ιδρώτα…», έλεγε.

Και κυλούσε ο ιδρώτας αυλάκι, το ίδιο και οι αναμνήσεις από παλιά. Και τι δεν θυμήθηκα …Πρόσωπα αγαπημένα της γειτονιάς, ασχολίες που τις είχε πάρει η λήθη, γεύσεις και μυρωδιές που έχουν μείνει στη μνήμη μου παρά το πέρασμα των χρόνων. Ήταν ο τραχανάς σχεδόν το καθημερινό μας βραδινό εκείνα τα χρόνια και δεν έλειπε από κανένα σπίτι, μαζί με τις χυλοπίτες. Παραδοσιακά αραχωβίτικα προϊόντα.

Τελειώνοντας κάποτε απλώσαμε ένα τούλι μεγάλο πάνω από τον ρεμονισμένο τραχανά, που μοσχοβολούσε. Η γειτονιά συνέχιζε τη σιέστα, οι γάτες καλοταϊσμένες ούτε που έδιναν σημασία στον απλωμένο τραχανά, ώρα για ανάπαυση ο καθείς στο σπίτι του. Το απόγευμα πάλι στην ταράτσα για να τον «γυρίσουμε» …

Κοντοστεκόμουν, δεν μου έκανε καρδιά να φύγω και εκεί η Ανδριανή θυσίασε τη δική της σιέστα και με κάλεσε να πιούμε καφέ. Ίσως και να κατάλαβε την ανάγκη μου να μείνω κοντά στον τραχανά. Ή μήπως στις αναμνήσεις μου;

Δεν απλώσαμε λιόπανο – τι θα ωφελούσε χωρίς τη συνονόματη – αλλά εκεί στον ίσκιο που έριχνε το σπίτι στην ταράτσα, ήπιαμε το καφεδάκι μας σιωπηλές, απολαμβάνοντας και το συκαλάκι γλυκό από τα χεράκια της, μέχρι να έρθει η ώρα για το «γύρισμα», δηλαδή το ανακάτεμα του σχεδόν στεγνωμένου τραχανά. Όλο και έστρεφα τα μάτια μου προς την πόρτα, μπας και φανεί η γιαγιούλα μου, η Αλτάνα με τη γκαζόζα στο χέρι …

Το βράδυ τον μπάσαμε στο σαλόνι, επάνω στη μεγάλη τραπεζαρία και την άλλη μέρα το πρωί τον βγάλαμε και πάλι στη ταράτσα. Είχε πιά στεγνώσει, κατ΄ εμέ, αλλά η Ανδριανή είχε άλλη γνώμη.

«Το μυστικό του τραχανά», την άκουσα να λέει, «είναι το σωστό στέγνωμα, μαζί βέβαια με τα αρίστης ποιότητας υλικά!»

Δεν σήκωναν αντίρρηση τα λόγια της, άλλωστε η Ανδριανή είναι μοναδική στον τραχανά της, κατά γενική ομολογία («έκλεψα» τη συνταγή της!).

Την τρίτη μέρα το βραδάκι οι κόκκοι ήταν ήδη σκληροί, σημάδι ότι ήταν έτοιμος ο τραχανάς, για να μπει στο τραπέζι του σαλονιού, όπου έμεινε απλωμένος 2-3 μέρες ακόμα. Μετά μπήκε στις νάιλον σακουλίτσες έτοιμος να ταξιδέψει σε Ευρώπη και Αμερική, προμήθεια, από το χωριό, για τον χειμώνα.

Χθες, όμως, με το πέρασμα του τυφώνα, του «Ιανού», που έβαλε προσωρινά τέλος στο καλοκαιράκι, έπεσε το μάτι μου στη σακουλίτσα με τον τραχανά στο ψυγείο. Είναι προμήθεια για τον χειμώνα, έπιασα τον εαυτό μου να με μαλώνει, αλλά μήπως και αυτή η αντάρα, που έχει κρεμάσει ο Παρνασσός, ο αέρας, η βροχή και το κακό, που έχει ξεσπάσει, δεν φέρνουν προς χειμώνα; Να σας πω βέβαια, ότι και μια κάποια περιέργεια με έτρωγε από μέρες για να δοκιμάσω τον τραχανά, που έφτιαξα η ίδια για πρώτη φορά. Οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού, όμως ως τώρα, έβαζαν φρένο στην «περιέργεια», γιατί ο τραχανάς είναι για τον χειμώνα, αχνιστός, με λίγη φέτα Παρνασσού μέσα και μια (προαιρετική!) κουταλιά καλό βούτυρο.

Αλλά χάρη στον «Ιανό» απολαύσαμε χθες, πρώιμα, τον αχνιστό τραχανά, ενώ στα τζάμια έπεφτε η βροχή ασταμάτητα. Εκτός του ότι ικανοποιήθηκε η περιέργειά μου, μου φάνηκε – συγχωρέστε με! – νοστιμότερος από κάθε άλλη φορά …

No tags