Το τελευταίο αυτή τη φορά… Ήταν πόνος, θλίψη και κλάμα ο αποχαιρετισμός, αλλά και μια ανεξήγητη χαρά και αγαλλίαση κοιτάζοντας το πρόσωπό σου το ήρεμο και γαλήνιο και ξέροντας πως έφυγες για την Αιωνιότητα και κοντά σ΄Εκείνον που αποκαλούσες Κύριο της ζωής σου και Λυτρωτή σου.
Είμασταν δίπλα σου μέχρι την ύστατη πνοή σου και ήσουν παρούσα μέχρι τέλους. Η ευχή σου και η προσευχή σου, «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού» πραγματοποιήθηκε κατά γράμμα. Στήριξες τη ζωή σου στην Πέτρα που είναι ο Χριστός και Τον συνάντησες στην πόρτα της Αιωνιότητας, ως Λυτρωτή. Εσύ μας έμαθες, το πρώτον, να αγαπάμε τον Θεό και να θέλουμε να κάνουμε το καλό στους άλλους.
Ήρθε ο Δεσπότης, ένας ξεχωριστά ταπεινός και αγαπητός ιερωμένος στην περιοχή, όταν έμαθε ότι είσαι ανήμπορη, έσκυψε μπροστά σου και σου ζήτησε να του δώσεις την ευχή σου. Ήμουν εκεί το είδα και συγκινήθηκα. Σου είπε να λες το «Κύριε ελέησον» για αγαλλίαση της ψυχής σου και συ του απάντησες «Δόξα στον Θεό». Ήξερες με βεβαιότητα για πού τραβούσες, αυτά ήταν και τα τελευταία σου λόγια. Με το βασίλεμα του ήλιου, έφυγες κι εσύ.
Ήρθαν οι γειτόνισσες να σ΄αποχαιρετήσουν με μπουκέτα τα χρυσάνθεμα και τους κατιφέδες από τους κήπους τους. Σ΄έκλαψαν και αγκαλιάζοντάς σε σου έλεγαν πόσο θα τους λείψεις. ΟΙ συμβουλές σου και ο γλυκύς ο λόγος για τον καθένα, που σου χτυπούσε την πόρτα, αλλά και η έμπρακτη αγάπη σου θα λείψουν σε πολλούς. Στις χήρες και στα ορφανά ήταν η ευαισθησία σου και η ιδιαίτερη αγάπη σου. Τώρα μείναμε κι εμείς ορφανά.
Κάθε Πρωτοχρονιά μοίραζες με απλοχεριά γύρω σου το «Χριστιανικό Ημερολόγιο». Σου το είχε πρωτοφέρει ο αείμνηστος Ζήσης Παπακωνσταντίνου, όταν τον φιλοξένησες στο σπίτι σου, πριν 57 ολόκληρα χρόνια. Έκτοτε σε συντρόφευε την κάθε μέρα και σου έδινε πνευματική τροφή, την οποία την μοιραζόσουν με τις γειτόνισσες και με όσους ο Θεός σου έστελνε. Και κάθε Πρωτομηνιά ξόδευες τουλάχιστον ένα δίωρο να παίρνεις τηλέφωνο όλους τους γνωστούς και φίλους για να τους ρωτήσεις, μαζί με τις ευχές σου βέβαια, για το όποιο πρόβλημα τους απασχολούσε και να τους διαβεβαιώσεις ότι προσευχόσουν γι΄αυτό. Ήξερες ονομαστικά τα παιδιά και τα εγγόνια όλων και όταν έκρινες ότι έπρεπε τους καλούσες στο σπίτι σου για συζήτηση. Πολλά σπίτια, που κινδύνευαν να κλείσουν δεν έκλεισαν μ΄αυτόν τον τρόπο και πολλές οικογένειες γλύτωσαν από προβλήματα και στενοχώριες. Δεν άφηνες τη συζήτηση μέχρι να βρεθεί η καλή λύση για όλους. Αυτά άκουγα, από τους γύρω την μέρα που μας άφησες και η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη γιατί πολλά μου ήταν άγνωστα. Ήσουν απλή και αθόρυβη, αλλά με μια καρδιά γεμάτη αγάπη και καλοσύνη για τους γύρω σου.
Τετριμμένο το, « θα μας λείψεις», αλλά αυτό τα λέει όλα στην περίπτωσή σου. Θα λείψεις σε μας τα παιδιά σου και θα λείψεις στα εγγονάκια σου, στον Κωνσταντίνο και την συνονόματή σου Κατερίνα, που ευτύχησαν να σε αποχαιρετήσουν από κοντά. Απαρηγόρητοι, η Νεφέλη και ο Ιάσων από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού σου τηλεφωνούσαν κάθε μέρα και σου έλεγαν εκείνο το γλυκό, «Γιαγιούλα σε αγαπάμε».
Τον αγώνα τον καλό αγωνίστηκες, τώρα τον δρόμο τον τελείωσες, καλή αντάμωση, Μανούλα!
No tags
Καπνός πυκνός και μαύρος ανέβαινε από το κέντρο των Βρυξελλών. Η Grand’Place γεμάτη κόσμο. Στρατιώτες με λόγχες έσπρωχναν τους περίεργους και προστάτευαν τους επίσημους της πρώτης γραμμής. Ακριβώς μπροστά στην πόρτα του Δημαρχείου μια μεγάλη φωτιά έκαιγε και στο κέντρο της δεμένοι σε πασσάλους δύο νέοι άνθρωποι, ο Henri Voes και ο Jean van Esschen, ιερομόναχοι του Τάγματος των Αυγουστίνων από την Αμβέρσα. Είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δια της πυράς γιατί τόλμησαν να αμφισβητήσουν την επίσημη εκκλησιαστική αρχή σε θέματα πίστης και είχαν αρνηθεί δημόσια τον διαμεσολαβητικό ρόλο της εκκλησίας μεταξύ Θεού και ανθρώπων όσον αφορά στην σωτηρία της ψυχής των. Μυημένοι από τα συγγράμματα και τις διακηρύξεις του Μαρτίνου Λούθηρου, επίσης μοναχού του Τάγματος των Αυγουστίνων στη Γερμανία, ο οποίος αγωνιζόταν για την μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας και όχι για την διάσπασή της, όπως κάποιοι πιστεύουν σήμερα.
Το ημερολόγιο έγραφε 1η Ιουλίου 1523 και οι κατήγοροι, πανίσχυροι εκκλησιαστικοί του καθολικού άντρου της γειτονικής Λουβαίν, έφευγαν ικανοποιημένοι μετά το μακάβριο θέαμα, ότι εκτέλεσαν το ιερό καθήκον τους και ότι κατάφεραν να πλήξουν εν τη γενέσει του το επαναστατικό αυτό κίνημα στους κόλπους της εκκλησίας που είχε αρχίσει να τους απειλεί. Τουλάχιστον στην περιοχή τους καθάρισε ο τόπους από τους «αιρετικούς» προτεστάντες, έτσι πίστευαν. Οι δυο μοναχοί ήταν τα πρώτα θύματα της λαίλαπας μισαλλοδοξίας και θρησκευτικής δεισιδαιμονίας, που είχε ξεσπάσει απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ευρώπη τότε, αλλά και που έθεσε παράλληλα τα θεμέλια για μια νέα εποχή, αυτή της Μεταρρύθμισης, όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα.
Έχουν περάσει πλέον 500 χρόνια από τότε που ο Μαρτίνος Λούθηρος είχε θυροκολλήσει τις «95 Θέσεις» του στη πόρτα της Εκκλησίας του Πύργου, στην Βιτεμβέργη και σε όλη την Ευρώπη φέτος γιορτάζεται με κάθε επισημότητα η επέτειος αυτή, που άλλαξε όχι μόνο την ιστορία της Ευρώπης αλλά και του κόσμου όλου.
Όσον αφορά στο Βέλγιο, η «εκδίκηση» της Ιστορίας ήταν, όταν τριακόσια χρόνια και κάτι, μετά τον μαρτυρικό θάνατο των δύο νέων μοναχών στην Grand΄Place, ο πρώτος βασιλιάς του Βελγίου, Leopold I, ξάδελφος του δικού μας πρώτου βασιλιά, Όθωνα, ήταν προτεστάντης!
Στις Βρυξέλλες του σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Οι προτεστάντες είναι ισότιμα μέλη στην βελγική κοινωνία, με τις εκκλησίες τους και τις κάθε είδους δραστηριότητές τους. Ένας άλλος άνεμος θρησκευτικής ελευθερίας πνέει εδώ και κάποιες εκατονταετίες στο θέμα αυτό και κανείς δεν κινδυνεύει πλέον να ριχτεί στην πυρά για το πιστεύω του. Το πρώτο Σύνταγμα του 1831 διακήρυττε πανηγυρικά την θρησκευτική ανεξαρτησία όλων των θρησκευμάτων. Αλλά και στην πράξη, το βελγικό κράτος είναι ουδέτερο, ως προς τα πνευματικά της κάθε εκκλησίας, τις αντιμετωπίζει όλες ισότιμα και τις στηρίζει οικονομικά – και την Ορθόδοξη Εκκλησία στο Βέλγιο. Στις 28 Οκτωβρίου μάλιστα η Καθολική Εκκλησία – και μπράβο της! – παραχωρεί τον μεγαλόπρεπο Καθεδρικό Ναό στο κέντρο των Βρυξελλών, Saint-Michel, και ο οποίος χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους γάμους της βασιλικής οικογένειας, στους προτεστάντες του Βελγίου προκειμένου να γιορτάσουν με κάθε μεγαλοπρέπεια τα 500 χρόνια από την Μεταρρύθμιση.
Ρητορική αλλά αναπόφευκτη η ερώτηση: Θα μπορούσε κάτι ανάλογο να γίνει στην Ελλάδα; Να παραχωρηθεί δηλαδή στους προτεστάντες ή ευαγγελικούς έλληνες πολίτες ένας αντίστοιχος ναός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία είναι κατά το Σύνταγμα η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα, για να γιορτάσουν επίσημα και όπως πρέπει μια επέτειο που γιορτάζεται μεγαλόπρεπα σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο;
Έγραψα Ευρώπη και θυμήθηκα ότι η Μεταρρύθμιση δεν πέρασε ποτέ από την Ελλάδα …
No tags
Πάει και αυτό το καλοκαίρι για μας!
Πάνε οι «χίλιες» καλημέρες κάθε πρωί μέχρι να φτάσω στον φούρνο της γειτονιάς. Τι ευλογία να συναντάς πρωί-πρωί φιλικά και καλοσυνάτα πρόσωπα. Οι άνθρωποι κάνουν μια χώρα να ξεχωρίζει και στην Ελλάδα το έχουν αυτό το χάρισμα, τουλάχιστον οι περισσότεροι.
Γευτήκαμε αγάπη και φιλοξενία από τους δικούς μας. Δώρο Θεού η οικογένεια και αξία ανεκτίμητη εκεί όπου υπάρχει – και πρέπει να υπάρχει – αγάπη. Τα κοντοσούβλια και τα ενός κιλού θράψαλα από το ολονύκτιο ψάρεμα του αδελφού και οι άλλες γευστικές εκπλήξεις της αδελφής στο οικογενειακό τραπέζι είναι ακόμα στον ουρανίσκο μας. Με τί να ανταποδώσουμε; Αξέχαστη η εκδρομή στη Μάνα, στις παρυφές του Παρνασσού από κει που πηγάζει το νερό του χωριού και είχε τα λημέρια στα νιάτα του ο Αξέχαστος της οικογένειας. Μνήμες και υπενθυμίσεις, για να μη ξεχνάει η νεώτερη γενιά τις ρίζες της – είχαμε απαρτία φέτος!
Ζήσαμε μαγικές βραδιές στο θέατρο των Δελφών, όπως κάθε καλοκαίρι, με τις τόσες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ας είναι καλά και τα μαξιλαράκια που κουβαλούσαν μαζί τους η Ανθή και ο Τάκης για όλους μας. Και του χρόνου παιδιά!
Στο γάμο της Χριστίνας-Λουίζας – πανέμορφη νυφούλα! – και του Νίκου είδαμε αγαπημένα πρόσωπα και χαρήκαμε ώρες τη όμορφη συντροφιά σας, Γιώργο, Γωγώ, Σοφία, Μαρίνα και … και …
Τέλος, για λίγο στο αγαπημένο νησάκι του Αργοσαρωνικού, να μη χορταίνει το μάτι θάλασσα. Με τον πρωινό καφέ στο μπαλκόνι, όσο πιο νωρίς τόσο πιο πολλά τα χρώματα λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, με φρέσκα σύκα, βασιλικά παρακαλώ, από το περιβόλι της ξαδέρφης Βαγγελίτσας. Με τις γνωστές μυρουδιές του γιασεμιού και του πεύκου και τον ήχο από το κύμα που έσκαγε γλυκά στον βράχο.
Ήρθε, τέλος, η ώρα του αποχωρισμού. Μας μακάριζαν πολλοί – έτσι μας έλεγαν -που φεύγαμε από αυτή τη χώρα, την πατρίδα μας. Η δική μας καρδιά όμως ήταν σφιγμένη, για τα πολλά και δύσκολα που αφήναμε πίσω μας, για τα αναπάντητα ερωτήματα και τα προβλήματα. Όπου και όσο μπορέσαμε συνδράμαμε, όπου μας άνοιξαν πόρτες μπήκαμε …
Μέσα στην καρδιά μας πήραμε, την πανσέληνο του Σεπτέμβρη και όλα τα αγαπημένα πρόσωπα που συναντήσαμε, όλα τα ανεπιτήδευτα χαμόγελα φίλων, τις όμορφες συζητήσεις με γνωστούς και άγνωστους, τις άπιαστες γεύσεις του ελληνικού καλοκαιριού, το τραγούδι από τα τζιτζίκια και τέλος, το «Ώρα καλή» της Μανούλας μου και γι΄ αυτή τη φορά …
Βολέψαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, ό,τι μας φίλεψαν. Το μέλι από έλατο του Παρνασσού, τα λαθούρια, τα βότανα και το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο από τον Πρωτοξάδερφο, το βαλσαμόλαδο για τις πληγές και το κερί κηρύθρας για τα καψίματα, τις χειροποίητες μαρμελάδες της Ρούλης και τις όμορφα ζωγραφισμένες πέτρες της Ευγενίας με το ελπιδοφόρο μήνυμα: «Συ είσαι ο Θεός ο ποιών θαυμάσια», Ψαλμός 77, 14. Αυτή κράτησα για μένα.
Αφήσαμε όμως πολλά, πάρα πολλά, πίσω μας. Πού να χωρέσει κι αυτή τη φορά η ομορφότερη χώρα του κόσμου σε μια βαλίτσα! …
Τα χελιδόνια ήταν από μέρες στο δρόμο τους για το νότο και στον δικό μας δρόμο για το βορρά ήλθαν δελφίνια στ’ ανοιχτά της Λευκάδας να μας πουν το αντίο, η τελευταία εικόνα του ελληνικού μου καλοκαιριού.
Στο δρόμο για Βρυξέλλες βρήκαμε βροχή, σωστό κατακλυσμό, αλλά και ένα ουράνιο τόξο πάνω από τη γειτονιά μας μόλις φτάσαμε στον προορισμό μας.
Καλό σημάδι για μια νέα αρχή!
No tags
Αυτό το καλοκαίρι στην Ελλάδα με την σχετική «οδύνη» βέβαια συνειδητοποίησα, ότι τελικά πέρασα στην άλλη όχθη. Από καιρό κάποια πράγματα μου χτυπούσαν στο μάτι, αλλά σιωπούσα. Με κάποια προσπάθεια βέβαια, αλλά σχεδόν πάντα το κατάφερνα μέχρι τώρα να προσπερνώ κάποια, για μένα, αυτονόητα. Ότι, για παράδειγμα, τα μικρά παιδάκια πρέπει να είναι στο κρεβατάκι τους μετά τα μεσάνυχτα και όχι να τριγυρνούν στην πλατεία του χωριού τσιρίζοντας, επειδή οι γονείς δεν λένε να πάνε σπίτι τους.
Σε μια εξαιρετική περίπτωση, υπό όρους, θα είχα κατανόηση. Αλλά και για τις εξαιρετικές περιπτώσεις έχω αρχίσει να αμφιβάλω τελευταίως. Γιατί θα πρέπει δηλαδή όλα αυτά τα βιολιά και τα κλαρίνα του Δεκαπενταύγουστου να αρχίζουν στις δέκα το βράδυ και να τελειώνουν τα χαράματα; Δεν μιλάω για την εκάστοτε μουσική παλέτα, αυτό είναι θέμα γούστου και το σέβομαι. Αλλά η ένταση και η διάρκεια και ο τόπος -στην κεντρική πλατεία του χωριού- δείχνει τον πολιτισμό μιας τοπικής κοινωνίας και τον σεβασμό προς τον άλλον, που δίπλα είναι τυχόν στο κρεβάτι του πόνου ή θρηνεί απώλεια. Αλλά η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει και μένα να με ρίξει στην αντίπερα όχθη του χάσματος είναι το εξής περιστατικό:
Περιποιόμουν την άρρωστη μητέρα μου και ένας σφόδρα ενοχλητικός ήχος με απορροφούσε από την δουλειά μου. Κάτι σα μηχανάκι, αλλά πιο έντονος και διακεκομμένος. Άρχιζε από την κάτω πλατεία, έκανε τον κύκλο στην επάνω πλατεία, περνούσε μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο και πατώντας άτσαλα γκάζι έτρεχε του σκοτωμού την κατηφόρα και πάλι από την αρχή. Έχει σημασία να τονίσω, ότι στην επάνω πλατεία είναι το ταχυδρομείο και κάποια άλλα καταστήματα και ότι η ανηφόρα είναι άνοδος και μόνο για όποιον έρχεται από τον κεντρικό δρόμο. Ε, αυτή την ανηφόρα-μονόδρομο, ο μυστηριώδης «θόρυβος» την κατέβαινε κάθε φορά με φόρα…
Η περιέργειά μου είχε χτυπήσει κόκκινο, η μύτη μου διαμαρτυρόταν για το καυσαέριο και η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Βγήκα να δω, τι γίνεται. Εκείνη τη στιγμή κατέβαινε και πάλι σαν σίφουνας ένας πεντάχρονος μπόμπιρας «οδηγώντας» μια γουρούνα, απ΄ αυτές τις γνωστές που οδηγούν οι μεγάλοι, αλλά σε παιδική εκδοχή και χωρίς κράνος. Στο τέλος της κάτω πλατείας και στην αρχή του δρόμου είδα να στέκονται πέντε-έξι άτομα και να παρακολουθούν με καμάρι τα επιτεύγματα του μικρού. «Ρε μπαγάσα, για βάλτην πάλι μπρος μόνος σου, να δούμε ξέρεις;», άκουσα τον έναν να διατάζει τον μικρό. Ήταν δώρο του θείου του μου είπαν και την δοκίμαζε ο μικρός για πρώτη φορά. «Μια χαρά τα πάει», είπε ένας από τους μεγάλους, «να τον γράψεις στα αγωνιστικά» και σας βεβαιώ ότι το εννοούσε.
Προσπερνάω την ηλικία του μικρού, προσπερνάω την απουσία κράνους, προσπερνάω την παντελή έλλειψη «οδικής» συμπεριφοράς του παιδιού -ποιός να του την μάθαινε;- κατεβαίνοντας με φόρα έναν πολυσύχναστο εκείνη τη στιγμή μονόδρομο για πολλοστή φορά, όπως και την σοκαριστική για μένα αδιαφορία του περίγυρου. «Είναι ο πατέρας του μπροστά, τι ασχολείσαι;» μου απάντησαν βαριεστημένα … Ο οποίος πατέρας πήρε τον λόγο για να μου επισημάνει, ότι εφόσον ήταν εκείνος εκεί, ήταν δυνατό να άφηνε αυτοκίνητο να ανέβαινε, όταν κατέβαινε ο γιός του από την επάνω πλατεία σε αντίθετο ρεύμα; Ποιά θα ήταν η αντίδραση του μικρού, αν ξέφευγε κανένα αυτοκίνητο από τον αυτοδιορισμένο τροχονόμο-πατέρα και βρισκόταν σε κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί του, ούτε που ήθελα να το σκεφτώ εκείνη τη στιγμή …
Κάτι ανέφερα για εγκληματική συμπεριφορά των μεγάλων και πρότεινα να του πάρουν καλύτερα ένα ποδηλατάκι για την ηλικία του. Έχει δύο μου απάντησαν, αλλά η γουρούνα είναι το κάτι άλλο.
«Ξέρεις πόσο κάνει αυτή;» με ρώτησαν με υπεροψία. Δεν ήξερα, αλλά στο σπίτι ενημερώθηκα από το ιντερνέτ, που όλα τα βγάζει στη φόρα. Κι αυτά στην Ελλάδα της κρίσης, που τελικά κάθε άλλο από οικονομική είναι – σε κάποιες περιπτώσεις τουλάχιστον.
Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να χαρώ με τον μπόμπιρα και τα κατορθώματά του, σαν παιδί. Γιατί θα έπρεπε να πρωτοστατήσει η λογική του ενήλικα;
Έτσι φέτος είπα τελεσίδικα αντίο στα ανέμελα παιδικά μου καλοκαίρια. Τότε που ανεβαίναμε στην κορομηλιά του γείτονα, μεσημεριάτικα και όταν όλοι οι μεγάλοι έπαιρναν τον υπνάκο τους, για να φάμε τα άγουρα ακόμη κορόμηλα. Σκοτωνόμασταν να κατέβουμε, αν τυχόν μας έπαιρνε είδηση. Αυτό, όμως ήταν το κλου της υπόθεσης. Τα στραμπουλήγματα στα πόδια και στα χέρια ήταν στην ημερησία διάταξη, αλλά τουλάχιστον δεν είμασταν δημόσιος κίνδυνος.
No tags
Ντάλα καλοκαίρι και με ξάφνιασαν, πριν λίγες μέρες, οι κεραυνοί και τα αστραπόβροντα, που έρχονταν από κάπου μακριά. Βγήκα στο μπαλκονάκι εκεί κοντά στα μεσάνυχτα και αντίκρυσα ένα θέαμα, που δεν είμαι σίγουρη, αν θα μπορέσω να σας το περιγράψω, έτσι, όπως το έβλεπα να ξετυλίγεται εμπρός μου.
Προς τον νοτιά, πάνω από την Πελοπόννησο, κομμάτι μακριά από μας δηλαδή, ο ουρανός έμοιαζε να ανοίγει. Οι κεραυνοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον και σε λίγο ερχόταν σε μένα το απόβροντο. Πίσσα σκοτάδι γύρω μου και χωρίς να ακούγεται τίποτα άλλο. Το χάζεψα ώρα το θέαμα και από απόσταση ασφαλείας. Ήταν μεγαλοπρεπές, και να σας πω, το χαιρόμουν, να κάτι σαν τα βεγγαλικά σε ξάστερο ουρανό. Άλλο βέβαια θα ήταν να ήμουν η ίδια εκεί πάνω στα βουνά, που τα ράπιζαν εκείνη τη στιγμή οι κεραυνοί. Ο φόβος, που μόνο τα ανίκητα στοιχειά της φύσης κάνει την καρδιά να παγώνει, δεν θα άφηνε περιθώρια για τέτοιες … πολυτελείς και όμορφες σκέψεις.
Επειδή διαρκούσε πολύ το θέαμα, που από μόνο του φαινόταν σαν εξω-κοσμικό, άρχισα να φέρνω βόλτες στο μικρό μπαλκονάκι, χωρίς να μπορώ να πάρω απόφαση, να μείνω μέχρι τέλους να το δω – φαινόταν ατέλειωτο! – ή να γυρίσω πίσω να κοιμηθώ. Σε μια στροφή της βόλτας, προς το ανατολικό μέρος του μπαλκονιού σήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα ξαφνικά την κορυφογραμμή από τις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, να διαγράφεται ξεκάθαρα μέσα στη σκοτεινή και ξάστερη ακόμα σε μας νύχτα, στη λάμψη μιας αστραπής από μακριά, από την Πελοπόννησο. Ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη αστραπή και σ΄ αυτόν τον ρυθμό, μια χανόταν η κορυφογραμμή του Παρνασσού, μια εμφανιζόταν για κλάσματα δευτερολέπτου επιβλητική από πάνω μου. Ο ουρανός έμοιαζε να μην έχει σύνορα και νάναι ένα ατέλειωτο σεντόνι, όσο μπορούσε το μάτι να δει. Έπαιρνε χρώματα για μια στιγμή και μετά πάλι το απόλυτο σκοτάδι.
Πήρα τα μάτια μου από τον νοτιά και επικέντρωσα την προσοχή μου πλέον στο βορρά. Αν το πρώτο ήταν, τρόπος του λέγειν, θέαμα, αυτό που ακολουθούσε και διαδραματιζόταν από πάνω μου ήταν το υπέρ-θέαμα. Εκεί ψηλά στο μπαλκονάκι μου, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και στον Παρνασσό, έχασα τόπο και χρόνο.
Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει κάτι τέτοιο! Ζούσα το όνειρο…
Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι πρώτες στάλες της βροχής με έφεραν πίσω στη γη κάτω από τα πόδια μου και στον δικό μου ουρανό που άρχισε κι εδώ να μουγκρίζει και ν΄ αστράφτει. Η καταιγίδα ήρθε κατά δω, και τόσο νερό, που έπεφτε δεν το ξανάχα ζήσει στο πατρικό. Ήταν και η δύναμη που έπεφτε, που έκανε τα κεραμίδια της σκεπής να είναι έτοιμα να σπάσουν. Κάτι σαν φόβος, – ήμουν και μόνη –, κάτι σαν δέος, αδιευκρίνιστο τέλος πάντων, με κατέκλυσε.
«Ο Κύριος ο εν υψίστοις είναι δυνατότερος υπέρ τον ήχον πολλών υδάτων», Ψαλμός 93, 4. Το διάβασα και ησύχασα.
Το άλλο πρωί ο ήλιος της Ελλάδας έλαμπε με μια σπάνια λαμπρότητα. Τα βουνά της Πελοποννήσου λιάζονταν μακριά και ο Παρνασσός από πάνω μου, αρνάκι, να θέλεις να τον αγκαλιάσεις. Πού το στοιχειό, που ήταν τη νύχτα!
Ξαναπήρα στα χέρια μου τον Ψαλμό και τον διάβασα από την αρχή αυτή τη φορά.
«Ο Κύριος βασιλεύει. Μεγαλοπρέπεια είναι ενδεδυμένος. Ενδεδυμένος είναι ο Κύριος δύναμιν και περιεζωσμένος και την οικουμένην εστερέωσε, ώστε δεν θέλει σαλευθεί. Από αρχής είναι εστερεωμένος ο θρόνος σου. Από του αιώνος συ είσαι»
Ψαλμός 93,1-2
Είπα μέσα μου: Μάθε στην όποια δυσκολία και στο όποιο πρόβλημα να μη μετράς τις δικές σου περιορισμένες δυνατότητες, αλλά την απεριόριστη δύναμη του Θεού. Και να μη ξεχνάς ποτέ με τι μεγαλοπρέπεια είναι ενδεδυμένος …
No tags
Στην πρωινή πτήση της Aegean για Βρυξέλλες. Άψογο το καλωσόρισμα των αεροσυνοδών, ζεστή και καθησυχαστική η φωνή του πιλότου στις πρώτες πληροφορίες για την πτήση. Τακτοποιήθηκα στη θέση μου και άνοιξα την εφημερίδα να ενημερωθώ για τα τρέχοντα. Συνειδητοποίησα άμεσα, ότι τριγύρω μου και μπρος μου και πίσω κάθονταν άνθρωποι, που γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους και φυσικά το έκαναν αμέσως και με κάθε τρόπο γνωστό. Δεν έδωσα σημασία και βυθίστηκα στο άρθρο σχετικά με τις δηλώσεις Καζάκου, ο οποίος «επετίμησε αυστηρότατα τους νέους που βρίσκουν δουλειά στο εξωτερικό και φεύγουν από την Ελλάδα … Αυτό που κάνουν είναι στην ουσία προδοσία, είπε», κατά τα γραφόμενα της εφημερίδας.
Τυχαίνει να γνωρίζω πολλούς νέους και νέες, που ήρθαν από την Ελλάδα για δουλειά στον τόπο που ζω. Με πανεπιστημιακά διπλώματα και μεταπτυχιακά. Πονεμένες ιστορίες γιατί κανείς δεν θέλει να ξεριζώνεται από τον τόπο του και τους δικούς του. Θα μπορούσαν να μείνουν στην Ελλάδα και να μη τους κολλήσει η ρετσινιά του «προδότη», από τον κάθε άσχετο και βολεμένο εκεί, αλλά προτίμησαν να φύγουν, γιατί «δεν αρκούνταν στην απλή χαρά που βρίσκει το ζώο στο κοπάδι του: σπουδές της πλάκας, χαρτί της πλάκας και θέση στο Δημόσιο», όπως τόνιζε ο συγγραφέας του άρθρου στη συνέχεια. Θυμήθηκα τα δικά μου πρώτα βήματα στο εξωτερικό, πάνε δεκαετίες τώρα. Παρόλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες, μια λέξη και μόνο θα μπορούσε να περιγράψει εκείνη την δύσκολη προσπάθεια στον ξένο τόπο: Αξιοκρατία, έτσι όπως με αντιμετώπισαν στο χώρο εργασίας μου! Την έζησα και δεν ξεχνώ.
Θα πρέπει να ήμουν πολύ νοσταλγικά βυθισμένη στις σκέψεις μου για εκείνη την εποχή, γιατί με ενόχλησε αφάνταστα η τσιριχτή φωνή ακριβώς πίσω από το αριστερό μου αυτί και ο θόρυβος της νάυλον σακούλας που ξεδιπλωνόταν: «Παιδιά, ποιός θέλει σοκογκοφρετάκια ρυζιού;». Ο διπλανός μου είπε πως δεν θα πάρει γιατί περίμενε τον καφέ. Η σακούλα άρχισε να περιοδεύει και εγώ ξαναβρέθηκα στην πρωινή πτήση της Aegean για Βρυξέλλες, που άρχισε πιά να μου θυμίζει σχολική εκδρομή του Δημοτικού με λεωφορείο, τον παλιό εκείνο καιρό και εμάς πίσω στη γαλαρία να ανοίγουμε ταπεράκια με κεφτεδάκια, τυροπιτάκια, και όλα τα εις -άκια. Δεν μπορεί, από κάπου θα ξεφύτρωνε και μια Θεανώ με τα γεμιστά της, γέλασα πικρόχολα. Εν τω μεταξύ οι φωνές και τα πειράγματα του ενός προς τον άλλον της παρέας είχαν αρχίσει να γίνονται ενοχλητικά και ανυπόφορα. Όλα τα είχε ο μπαχτσές, την «θειούλα» με τις λιχουδιές για όλη την παρέα, τον «αρχηγό» με την πορτοκαλί μπλούζα, τσίτα στην κοιλιά, να γλιστράει από σειρά σε σειρά, μπρος-πίσω, για να μη μείνει κανείς παραπονεμένος από τα γλοιώδη αστειάκια του. Τον «αγαθούλη» της παρέας, που είχε γείρει να κοιμηθεί και μόλις πήγε να γλαρώσει το μάτι του τον σκούντηξε η αεροσυνοδός να δει αν είναι καλά κλεισμένη η ζώνη του. Την είχαν φωνάξει οι κολλητοί του γιατί τάχα δεν κούμπωνε η ζώνη του. …
«Ρε σύ, στις 3 έχουμε την πρώτη συνάντηση, τι θα τους πούμε; Έχει προετοιμαστεί κανείς;», ρώτησε ρητορικά ο «αρχηγός». «Κανονίστε το μεταξύ σας, γιατί εγώ λέω να την κάνω για κάνα-δυο ώρες, μόλις φτάσουμε. Έχω ξυπνήσει από τα χαράματα», ακούστηκε βαριεστημένα κάπου στις πίσω σειρές.
«Α τέλεια, προφταίνουμε να πάμε ένα spa, μέχρι να αρχίσουμε», αποφάνθηκε το μανεκέν της παρέας. «Γιατί έχεις φέρει και μαγιό;» ρωτάει με περιέργεια ο «άσχετος». «Δεν χρειάζεσαι μαγιό για τα spa, ρε ούφο» ήρθε κοφτή η απάντηση. Είχα βγάλει πλέον μπλοκάκι και έγραφα…
Κατεβάζοντας την χειραποσκευή μου πάνω από το κεφάλι της «θειούλας», την ρώτησα αδιάφορα κοιτώντας γύρω μου, τι ομάδα είναι, εννοώντας την παρέα της. «Ολυμπιακός», μου απάντησε. Α, κι εγώ το ίδιο της χαμογέλασα. Αντιλαμβανόμενος την κατρακύλα της κατάστασης ο «σοβαρός» της παρέας, που καθόταν δίπλα της ανέλαβε την ανάκαμψή της: «Είμαστε από διαφορετικές ομάδες, μη το ψάχνετε».
Έλα όμως που εμένα με έτρωγε η περιέργεια, ποιοί ήταν όλοι αυτοί, γιατί μιλάμε για μια ομάδα 15-20 ατόμων, που όπως κατάλαβα από τις συζητήσεις τους, έρχονταν στις Βρυξέλλες με επίσημη αποστολή από τον φορέα που εκπροσωπούσαν. «Είμαστε βουλευτές», μου απάντησε τελικά με στόμφο η «θειούλα». «Και δημοσιογράφοι», συμπλήρωσε ο ασπρομάλλης με το σκουλαρικάκι στο αριστερό αυτί. Δεν με ικανοποίησε πλήρως η απάντηση, αλλά ένα μεγάλο χωριό είναι οι Βρυξέλλες και μια τέτοια ομάδα δεν θα περνούσε απαρατήρητη, σκέφτηκα. Αύριο-μεθαύριο θα το ερευνούσα το θέμα.
Φτάνοντας όμως στην έξοδο των αφίξεων έπεσα κυριολεκτικά επάνω σ΄ έναν κύριο, που κρατούσε μια πελώρια επιγραφή: «GROUPE KYRKOS» έγραφε και προφανώς περίμενε τους νεοαφιχθέντες της πτήσης από Αθήνα για να τους συνοδεύσει στον προορισμό τους. Λες να είναι για το Ευρωκοινοβούλιο, είπα μέσα μου, ενθυμούμενη την απάντηση που είχα πάρει, «βουλευτές και δημοσιογράφοι» …
Μπορεί όμως και όχι. Το εύχομαι, γιατί θα ήταν κατάντια αλλιώς. Για το Ελληνικό Κοινοβούλιο, μιλάω …
No tags
Επιστημονικά συνέδρια του είδους έχει τύχει να παρακολουθήσω πολλά και σε διάφορες γωνιές της γης. Ο τίτλος βέβαια, «Η Ενωμένη Ευρώπη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» όπως και ένας από τους συνδιοργανωτές-φορείς, το φημισμένο Καθολικό Πανεπιστήμιο Leuven του Βελγίου, ήταν εγγύηση από την αρχή για την επιτυχία. Δεν υπήρχε αμφιβολία για αυτό, αλλά και οι σύγχρονοι προβληματισμοί σε θέματα όπως το προσφυγικό και η τρομοκρατία έπαιξαν τον ρόλο τους. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση για μένα ήταν το κτίριο, ναι το κτίριο διεξαγωγής του συνεδρίου: Η Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών και των Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες, που κτίστηκε το 1769, με προσωπική διαταγή της Αυστριακής Αυτοκράτειρας Μαρίας-Θηρεσίας, όταν η επιρροή της έφτανε μέχρι την Ολλανδία τότε. Ένα πελώριο πορτραίτο της σε καλωσορίζει στην είσοδο του επιβλητικού κτιρίου, του οποίου οι πόρτες ανοίγουν σχεδόν μόνο για συνέδρια και άλλες εκδηλώσεις διεθνούς βεληνεκούς. Με μια κούπα καφέ στο χέρι τριγύριζα στα διαλείμματα στις υπέροχα διακοσμημένες και άριστα διατηρημένες αίθουσές του. Κόσμημα σε μια πόλη τα όμορφα κτίρια φορτωμένα με ιστορία!
Την άλλη μέρα πήρα το τρένο για το Λονδίνο, όπου είχαμε την εαρινή συνάντηση των νομικών αντιπροσώπων της Συνδιάσκεψης Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC). Οι βρετανοί συνάδελφοι, από την Αγγλικανική και την Μεθοδιστική Εκκλησία αντίστοιχα, επέμεναν να πάμε εκεί να τους συναντήσουμε. Γλυκόπικρες οι συζητήσεις μας της ημερησίας διάταξης, με το BREXIT παρόν και τον φόβο των εκκλησιών εκεί, ότι θα χάσουν την επαφή τους με την ηπειρωτική Ευρώπη μαζί και όλα τα καλά που έχει φέρει μέχρι τώρα ο διάλογος ανάμεσα στις εκκλησίες στο πλαίσιο του CEC. Θα μπορούν άραγε να συνεχίσουν; Αλλά ας μείνω στα κτίρια …
Την πρώτη μέρα συνεδριάσαμε στην Μεθοδιστική Εκκλησία του John Wesley, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Westminster. Την συγκλονιστική ιστορία της, καθώς και αυτή του ιδρυτή της μπορεί κανείς να την ψάξει, τώρα μάλιστα που γιορτάζουμε τα 500 χρόνια από την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση στη Ευρώπη. Στην είσοδο μας υποδέχτηκε ο ίδιος ο ιδρυτής της, «μαρμαρωμένος» στο φυσικό του μέγεθος που μόλις ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο ύψος. Η τωρινή βασίλισσα της Αγγλίας, η Ελισάβετ Β΄, κάποια φορά, μετά από την λειτουργία της στην αγγλικανική εκκλησία του Westminster, πήγε με τα πόδια απέναντι, γιατί ήθελε να «συγκριθεί» από περιέργεια με κάποιον που ήταν κατά τι κοντύτερος από εκείνη, την Υψηλοτάτη, που δεν φημίζεται, όμως, για το ύψος της. Αλλά το άγαλμα του John Wesley ήταν τοποθετημένο επάνω σε βάθρο που ήταν αδύνατο να μετακινηθεί, έστω και για την ιδιαίτερη περίπτωση, όπως μας τόνισε ο υπεύθυνος. Θα της έμεινε καημός, φαντάζομαι …
Την επόμενη μέρα είμασταν φιλοξενούμενοι της Αγγλικανικής Εκκλησίας, σε κτίρια του συλλόγου Gray‘s Inn, στο κέντρο του Λονδίνου, που μετράει 600 χρόνια παράδοσης, με μέλη δικηγόρους και δικαστές και του οποίου ο συνάδελφος από την CEC είναι μέλος. Συνεδριάσαμε κάτω από το βλέμμα λόρδων με τις παράξενες περούκες τους και ακουμπώντας σε βαρύτιμα αγγλικά τραπέζια. Όλοι οι τοίχοι γεμάτοι με τις βλοσυρές μορφές τους και σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον. Άδυτο για κοινούς θνητούς …
Πίσω στις Βρυξέλλες, έκλεισε αυτή η ασυνήθιστη «καθημερινότητα» της περασμένης εβδομάδας, με ένα υπέροχο κονσέρτο με μπαρόκ μουσική, για σοπράνο (τυχαίνει να είναι οικογενειακή φίλη και άριστη στο είδος της η Anneli Harteneck), βιολί, φλάουτο, τσέλο και όργανο, με έργα, Μπαχ, Χαίντελ, Βιβάλντι κ.ά. Κι εδώ είναι το κτίριο που έπαιξε τον δικό του, ιδιαίτερο ρόλο: η μικρή εκκλησούλα της Αναστάσεως, η επονομαζόμενη και Chapelle pour l‘Europe, στην καρδιά της ευρωπαϊκής συνοικίας των Βρυξελλών. Εδώ μαζεύονται τα μεσημέρια στο διάλειμμά τους όσοι εργάζονται στην περιοχή, για συζήτηση και τα βράδια για τις διάφορες εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τις εκκλησίες, κάθε δόγματος. Μια ζεστή και φιλόξενη γωνιά για ανάπαυση πνεύματος και περισυλλογή, στον γρήγορο ρυθμό ζωής της καθημερινότητας των Βρυξελλών.
Τα κτίρια, λένε, έχουν «ψυχή» και την βρίσκει κανείς, αν την ψάξει και αν τον ενδιαφέρει βέβαια το βάθος χρόνου και τόπου.
No tags
Βρυξέλλες. Τα πέταλα από τα άνθη της κερασιάς του κήπου πετούν μπροστά από το κλειστό μου παράθυρο. Ο αέρας τα σπρώχνει από δω κι από κει, σα χιονονιφάδες. Ένας θαμπός ήλιος πάει να γύρει. Και μετά βροχή, ανήμερα το Πάσχα!
Ο πατέρας μου την έλεγε πάντα Λαμπρή και είναι η πρώτη φορά που έρχεται αυτή η μέρα και δεν είναι εκείνος εδώ… Φρόντιζε αποβραδίς για όλα, να είναι έτοιμα που θα ξημέρωνε. Έδινε πρώτος το παρόν στο λάκκο, τοποθετούσε τα κλήματα, που είχαν μαζευτεί, να είναι έτσι, ώστε να πάρουν αμέσως φωτιά. Έβαζε στην άκρη τον κουβά με το νερό, για την περίπτωση που θα φούντωνε η φωτιά και θα «έτρωγε» τα κλήματα, χωρίς να τα «χωνέψει» για το ψήσιμο και περίμενε. Ένας-ένας οι γειτόνοι έβγαιναν από τα σπίτια τους, με το σκαμνάκι τους και το αρνί στη σούβλα. Έθιμο παλιό να ψήνει όλη η γειτονιά μαζί τον οβελία, ο καθένας τον δικό του βέβαια. Τους απόπαιρνε μαλακά, ότι έτσι που καθυστερούσαν ούτε το βράδυ δεν θα έτρωγαν το λαμπριάτικο. Όλοι τον ήξεραν για τη βιασύνη του να δει τα αρνιά στο λάκκο και δεν του κάκιωναν, που τους απόπαιρνε λαμπριάτικα. Ύστερα έπαιρνε τη θέση του και άρχιζε πρώτος το «Χριστός Ανέστη», τρεις φορές, έκανε το σταυρό του και έσωνε: «Και του χρόνου να είμαστε καλά να γιορτάσουμε την Ανάσταση του Κυρίου»!
Σε προηγούμενα χρόνια τον θυμάμαι να σέρνει πρώτος το χορό εκεί έξω στο λάκκο και να καλεί την νεολαία να τον ακολουθήσει. Το καλούσε το έθιμο, έλεγε. Δεν άφηνε περαστικό ακάλεστο, για έναν μεζέ και μια καλή κουβέντα. Να μάθει από πού έρχεται και να του πει τα έθιμα του χωριού μας. Από τη στιγμή που έμπαινε το αρνί στη θράκα τελείωνε και η δική του ευθύνη και είμασταν η νεώτερη γενιά που φροντίζαμε εκ περιτροπής ώστε να φάμε ψημένο το αρνί το μεσημέρι. Τάχα για να μαζέψει λίγο τη φωτιά ερχόταν προς το μέρος μας και μας διάταζε, πότε να το γυρίζουμε πιο γρήγορα για να μη καεί από τη μια πλευρά, πότε για να μας ενθαρρύνει, ότι καλά το κάναμε. Ήθελε να περάσει τη γνώση του και σ΄αυτό το ελάχιστο, σ΄εμάς τα παιδιά του, με τον τρόπο του.
Μια τέτοια μέρα της Λαμπρής και αφού είχαμε φέρει το αρνί στο σπίτι και είχαμε ετοιμάσει το τραπέζι, τον περιμέναμε να έλθει για να αρχίσουμε. Αργούσε και ανησυχήσαμε. Κάποια στιγμή τον είδαμε να εμφανίζεται στην πόρτα και πίσω του ένα τσούρμο παιδιά και μια γυναίκα, Αθηναία, όπως καταλάβαμε από την εμφάνισή της. Μας ήταν εντελώς άγνωστοι και κοιταχτήκαμε.
«Τους βρήκα έξω στο δρόμο να γυρίζουν», είπε απολογούμενος, «ο πατέρας είναι στρατιωτικός, μου είπαν, και έχει πάει στην Κύπρο, στο καθήκον. Τους είπα να κοπιάσουν να φάμε μαζί, μέρα που είναι σήμερα».
Εμείς τα παιδιά το χαρήκαμε, που θα είχαμε άλλα τρία συνομήλικα σχεδόν, στο τραπέζι, που μόλις μας έπαιρνε όλους μαζί πλέον. Το αρνί έφτασε και περίσσεψε και ήταν σούρουπο, όταν σηκωθήκαμε όλοι χορτασμένοι και χαρούμενοι από το τραπέζι. Πού θα πήγαινε τώρα η μητέρα με τα τρία παιδιά της; Δεν είχαν πού να μείνουν, είπαν, γιατί υπολόγιζαν να γυρίσουν με το τελευταίο λεωφορείο πίσω στην Αθήνα. Δεν ήξεραν ότι δεν θα είχε συγκοινωνία εκείνη τη μέρα…
Μέρα Λαμπρής που ήταν η λύση βρέθηκε αμέσως, θα έμεναν εκείνο το βράδυ μαζί μας. Όλοι μας συμφωνήσαμε. Η αδελφή μου κι εγώ παραχωρήσαμε το δωμάτιό μας στην φιλοξενούμενη οικογένεια και εμείς στρωματσάδα στο σαλόνι. Κατά το μεσημεράκι την άλλη μέρα αποχαιρετιστήκαμε και έφυγαν και πήγαν στο καλό και με καλούδια στην τσάντα για το δρόμο.
Μια-δυο μέρες αργότερα ανακάλυψε η αδελφή μου, ότι έλειπαν από τη συλλογή της με τα γραμματόσημα τα πιο αγαπημένα της και τα πιο σπάνια για την εποχή…
Με κλάματα το είπαμε στον πατέρα μας, κι εκείνος: «Πόσα γραμματόσημα θέλετε να σας …αγοράσω; Για σκεφτείτε όμως, ότι αυτά τα παιδιά έκαναν Λαμπρή χωρίς τον πατέρα τους…».
Και είναι η πρώτη Λαμπρή φέτος που κι εμείς γιορτάζουμε χωρίς τον δικό μας πατέρα.
Δεν ήθελα να είμαι εκεί που μέχρι πέρυσι ήταν εκείνος παρών, μια τέτοια μέρα. Τον αποχαιρετήσαμε για το αιώνιο ταξίδι και πλήρη ημερών, μια βδομάδα μετά τη Λαμπρή, πριν ένα χρόνο. Οι θύμισες μελαγχολούν κι ας ξέρω ότι, «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωή χαρισάμενος». Κι ας ξέρω ότι, όποιος πιστεύει σ΄Αυτόν, και αν αποθάνει θέλει ζήσει και θα ζει αιώνια.
Αλλά κι εδώ που είμαι μακριά, μέρα Λαμπρής σήμερα, λείπει…
No tags
… και με τη μέγιστη ταχύτητα, θα συμπλήρωνα αν ήμουν ο κυβερνήτης αυτού του καραβιού που το λένε «Ενωμένη Ευρώπη». Ξεκίνησε από το λιμάνι της ανάγκης, τότε πριν από 60 χρόνια με βαρύτιμο φορτίο την ελπίδα για ειρήνη ζωγραφισμένη στην πλώρη του. Άφησε θαρραλέα πίσω του την λογική του πολέμου που μόνο στάχτες, νεκρούς και ερείπια είχε να δώσει και άνοιξε πανιά για αλλού. Ταξίδεψε σε δύσκολες θάλασσες, σε άγνωστα χωρικά ύδατα, κύματα κόντεψαν να το καταπιούν. Και νάτο σήμερα το πολύπαθο σκαρί γύρισε και πάλι στο παλιό του λιμάνι. Δεν ήταν όμως πια εκεί οι παλιοί του καπεταναίοι να το υποδεχτούν, η σκυτάλη πέρασε σε άλλα χέρια και μια νέα γενιά κλήθηκε να υπογράψει, ότι έπιασε λιμάνι. Μόνο για αποτίμηση της έως τώρα πορείας του και για τη λήψη αποφάσεων για το μέλλον.
Λίγα είναι στην ουσία αυτά που έχουν αλλάξει από την Συνθήκη της Ρώμης τότε, στις 25 Μαρτίου 1957, μέχρι την τωρινή Διακήρυξη της Ρώμης, στις 25 Μαρτίου 2017. Το πλήρωμα αυξήθηκε στο μεταξύ και αγκάλιασε όλον τον ευρωπαϊκό χώρο, όλους αυτούς δηλαδή που με την θέλησή τους μπήκαν στο καράβι. Όσοι έμειναν εκτός, πάλι με τη θέλησή τους έμειναν …
Οι κίνδυνοι γύρω μεγάλοι και ο νέος στόχος υψηλός, όπως αναφέρεται στη Διακήρυξη. Για να επιτευχθεί πρέπει όλοι να τηρούν αυστηρά τις προδιαγραφές. Δεν έχουν θέση πολιτικά τερτίπια και εθνικές προτιμήσεις, χωρίς και να αγνοούνται βέβαια εντελώς. Η πολιτιστική πολυμορφία ήταν και είναι δεδομένη και αναγνωρισμένη. Το ίδιο και οι κοινές αξίες όπως για παράδειγμα καταγράφονται στον «Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης», ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης της Λισαβόνας, του Συντάγματος της Ευρώπης. Εκεί διαβάζουμε για το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για το δικαίωμα στη ζωή και στη ακεραιότητα του προσώπου, για το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια, για τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, για την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Για την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με σεβασμό στην πολυφωνία. Όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν τη βάση του Κοινοτικού Κεκτημένου, που ισχύει απαράλαχτα σε όλες τις χώρες της Ένωσης. Κάποια κράτη βέβαια έχουν άλλη αντίληψη σε κάποια θέματα και επιδιώκουν με δικούς τους νόμους να μειώσουν, για παράδειγμα, την πολυφωνία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κάποια άλλα αγνοούν την απαγόρευση για διακρίσεις και «χτίζουν» τείχη ανάμεσα στους ίδιους τους πολίτες τους και στο ευρωπαϊκό σύνολο. Αλλά κανένας δεν υποχρεώνει αυτά τα όποια κράτη να βαδίσουν στον ίδιο βηματισμό με τους άλλους. Δεν απαγορεύεται σε κάποια χώρα να συνεργαστεί με άλλες για να προχωρήσουν μαζί πιο γρήγορα, όπως και δεν αποκλείεται καμιά χώρα από αυτή την «ενισχυμένη συνεργασία». Η ίδια η Συνθήκη της Ρώμης το επιτρέπει! Αρκεί η κατεύθυνση να είναι η ίδια και ο στόχος κοινός, για ενίσχυση της ενότητας, για την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία όλων των πολιτών της Ένωσης.
Για τα 60χρονα κλήθηκαν να δώσουν το φωτογραφικό παρόν στις Βρυξέλλες, όσοι ήθελαν και μπορούσαν. Όταν πάρθηκε αυτή η φωτογραφία ήμουν εκεί, στο περιθώριο βέβαια και περίμενα. Ήμουν περίεργη να δω, πόσοι θα ερχόντουσαν για να «γεμίσουν» το πλαίσιο των 60 χρόνων. Είδα εκατοντάδες, κυρίως της δεύτερης γενιάς, της τυχερής γενιάς του Erasmus και άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, να τρέχουν βιαστικά στην πλατεία Cinquantenaire, μ΄ένα σάντουιτς στο χέρι, γιατί ήταν το μεσημεριανό τους διάλειμμα, για να προφτάσουν τον φωτογράφο, που περίμενε ανεβασμένος επάνω στην πύλη για την φωτογράφιση. Ήθελαν να είναι εκεί!
Δεν ξεχωρίζουν πρόσωπα στη φωτογραφία, αλλά εμένα μου αρκεί να ξέρω ότι ανάμεσα σ΄αυτές όλες τις πολύχρωμες κουκίδες είναι και κάτι δικό μου και αγαπημένο, της δεύτερης γενιάς, από τους νέους ανθρώπους που αγάπησαν στο σύνολό του τον γεωγραφικό αυτό χώρο και δηλώνουν περήφανα ότι είναι ευρωπαίοι πολίτες, χωρίς να αποποιούνται βέβαια την εθνική τους ταυτότητα. Κάτι σα μια συνέχεια και στο δικό μου ταξίδι, έτσι το είδα.
Ήταν μια θαυμάσια μέρα με ήλιο, καλός οιωνός σκέφτηκα για το νέο – επιβεβλημένο! – σαλπάρισμα!
No tags
Από καιρό έψαχνα την ευκαιρία να γράψω για μια πρώτη μου, την πλέον παράξενη εμπειρία μου, στο Βέλγιο: την επίσκεψη στην ζυθοποιία ενός μοναστηριού της Δυτικής Φλάνδρας. Οι καλύτερες μπύρες έλεγε ο βέλγος φίλος, είναι οι μπύρες Trappist, κι αυτές έχουν το δικαίωμα μόνο έξι συγκεκριμένα μοναστήρια στο Βέλγιο να τις παράγουν. Ένα από αυτά, με διεθνή μάλιστα αναγνώριση, είναι το Brouwerij Westvleteren. Μας κάλεσε να πάμε λοιπόν στο μοναστήρι για μια μπύρα! Το ανήγαγαν οι μοναχοί σε επιστήμη, συμπλήρωσε, όταν είδε το έκπληκτο βλέμμα μου, γιατί τους βοηθούσε να αντέξουν τις μακροχρόνιες νηστείες.
Έπρεπε να έχουμε από μέρες πριν τηλεφωνικώς δηλώσει, πότε ακριβώς θα πάμε, ποιοί είμαστε και με την ευκαιρία αυτή μας ενημέρωσαν ότι δεν θα μπορούσαμε να αγοράσουμε παρά μόνο έξι μικρά μπουκάλια μπύρα ο καθένας για ιδιωτική χρήση. Κι αυτό γιατί ισχύουν σε όλα τα μοναστήρια κάποιοι κανονισμοί αξεπέραστοι.
Η ζύμωση της μπύρας και η περαιτέρω παραγωγή πρέπει να γίνεται, απαραιτήτως, μέσα στους τέσσερις τοίχους του μοναστηριού από τους μοναχούς και με σκοπό τον αποκλειστικό βιοπορισμό του μοναστηριού. Η ζήτηση -και είναι μεγάλη!- δεν επηρεάζει την παραγωγή. Οι μοναχοί υπολογίζουν κάθε χρόνο τα έξοδά τους και ανάλογα τα καλύπτουν με την πώληση μπύρας. Τυχόν χρηματικό περίσσευμα δεν το κρατούν, αλλά το διαθέτουν για φιλανθρωπικούς σκοπούς στην περιοχή και για άτομα που έχουν ανάγκη.
Με εντυπωσίασε το μοναστήρι σ΄αυτή την πρώτη μου επίσκεψη, ο μη καπιταλιστικός τρόπος που σκέφτονταν οι μοναχοί, και η μπύρα του φυσικά, που μόνο εκεί μπορεί κανείς να την δοκιμάσει ή να την αγοράσει σε περιορισμένη ποσότητα, για να μπορούν και άλλοι να την έχουν, όπως απάντησε στην εύλογη απορία μου, ο ευγενέστατος νεαρός μοναχός στο ταμείο.
Η έκπληξή μου, λοιπόν ήταν μεγάλη ακούγοντας την περασμένη εβδομάδα στις ειδήσεις για μια σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη: Ένα νέο αστέρι με εφτά πλανήτες γύρω του έδωσε το στίγμα του στο διάστημα και το όνομα αυτού, Trappist 1!
Κρυφογέλασα στη σκέψη, ότι μόνο βέλγοι επιστήμονες θα μπορούσαν να δώσουν ένα τέτοιο όνομα σ΄ένα νέο αστέρι. Δεν έπεσα έξω! Ερευνητές από οκτώ χώρες, με επικεφαλής τον Μισέλ Γκιγιόν, του Ινστιτούτου Διαστημικών Επιστημών και Αστροφυσικής του βελγικού Πανεπιστημίου της Λιέγης, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «Nature». Τον Μάιο του 2016 ο Γκιγιόν και οι συνεργάτες του είχαν ανακαλύψει τρεις εξω-πλανήτες γύρω από το συγκεκριμένο άστρο, που ονομάσθηκε έτσι επειδή η ανακάλυψη έγινε με τη «μέθοδο της διάβασης» από το ρομποτικό μικρό βελγικό τηλεσκόπιο Trappist διαμέτρου 0,6 μέτρων του Ευρωπαϊκού Νοτίου Αστεροσκοπείου (ESO) στη Χιλή.
«Πρόκειται για ένα εκπληκτικό πλανητικό σύστημα. Όχι μόνο επειδή βρήκαμε τόσους πολλούς πλανήτες σε αυτό, αλλά επειδή όλοι είναι απρόσμενα όμοιοι σε μέγεθος με τη Γη», δήλωσε ο Γκιγιόν.
Προσπερνάω την είδηση σε ό,τι αφορά τις ελπίδες για μια άλλη ζωή σε άλλους πλανήτες, σαράντα έτη φωτός, μακριά από μένα. Και τώρα να ξεκινούσα δεν θα πρόφταινα να τους επισκεφτώ…
Για την σπουδαία ανακάλυψη, όμως, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, στην πρώτη ευκαιρία να επισκεφτώ και πάλι το μοναστήρι στη Δυτική Φλάνδρα και να σηκώσω το ποτήρι με μπύρα Trappist στην υγεία αυτών των ευφάνταστων βέλγων επιστημόνων, που έδωσαν ένα τέτοιο όνομα στο μικρό τηλεσκόπιό τους και το έστειλαν για μεγάλες εξερευνήσεις στο διάστημα, μέχρι το συνώνυμο αστεράκι. Γιατί είναι συγκριτικά, μικρό, όπως το Βέλγιο.
Πάντα κρατάει μια έκπληξη για μένα αυτή η χώρα, που ζω τις τελευταίες δεκαετίες. Οι απλοί άνθρωποί της αναλώνονται στο γλωσσικό, που τους χωρίζει. Οι αστροφυσικοί της από την άλλη, σερφάρουν στο διάστημα μέχρι το Trappist, που τους ενώνει και τους κάνει όλους περήφανους. Μικρό και ίσως ασήμαντο, αλλά κάτι τέτοιο δίνει αέρα στα πανιά για το όνειρο!
Είμαι σίγουρη ότι όλοι τους κάποια στιγμή θα πέρασαν από κάποιο μοναστήρι…
No tags