Στις 19 Ιουλίου, σε μια ιστορική συνάντηση στις Βρυξέλλες, 20 Πνευματικοί Ταγοί από 14 χώρες της Ευρώπης συμφώνησαν με κάθε επισημότητα, ότι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να είναι η “καρδιά” του ευρωπαϊκού προγράμματος για το 2020. Οικοδεσπότες της συνάντησης ήταν οι Πρόεδροι των Ευρωπαϊκών Οργάνων, José Manuel Barroso, Jerzy Busek και Herman van Rompuy. Ήταν η έκτη συνάντηση των θρησκευτικών αρχηγών με Θεσμικά Όργανα της ΕΕ, αλλά η πρώτη μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία και θέτει πλέον το πλαίσιο των συναντήσεων αυτών. Και σ΄αυτό ακριβώς το θέμα αναφέρθηκε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμος, ο οποίος παρευρέθη για πρώτη φορά σε μια τέτοια συνάντηση στις Βρυξέλλες. Τόνισε, ότι για την εφαρμογή του άρθρου 17 της Συνθήκης της Λισαβόνας, που προβλέπει το πλαίσιο του διαλόγου με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές κοινότητες σ΄ολόκληρη την Ευρώπη, χρειάζεται να υπάρξει ουσιαστικότερος διάλογος ανάμεσα στα μέλη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Στη συνάντηση παρευρέθη μεταξύ άλλων, ο Μητροπολίτης Γαλλίας και Πρόεδρος της Διάσκεψης Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC), Εμμανουήλ, ο Λουθηρανός Επίσκοπος της Σλοβακίας, ο Επίσκοπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Πρόεδρος των Ενωμένων Προτεσταντικών Εκκλησιών του Βελγίου κ.ά.
Όλοι τους συμφώνησαν σε κοινή δήλωση, ότι η κρίση που μαστίζει την Ευρώπη αυτή την στιγμή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά έχει και μιά ηθική παράμετρο, στην οποία και μπορούν να προσφέρουν λύσεις, όπως και το έχουν κάνει στο παρελθόν, οι Εκκλησίες και οι Θρησκευτικές Κοινότητες της Ευρώπης.
Κάπου εδώ θα τελείωνε και η είδηση, αν το μάτι μου δεν έπεφτε στα ψιλά κάποιας ελληνικής ημερήσιας εφημερίδας, όπου και διάβασα για την απόρριψη από το αρμόδιο Υπουργείο της αίτησης λειτουργίας της “Εταιρίας Βιβλικών Σπουδών” (Ε.Β.Σ.), που εδρεύει στο Πικέρμι Αττικής και έχει ως σκοπό την θεολογική κατάρτιση των νέων της Ευαγγελικής Κοινότητας στην Ελλάδα. Είναι το μόνο θεολογικό ίδρυμα για την κατάρτιση των ελλήνων Ευαγγελικών στην Ελλάδα.
Ως αιτιολογία της μη-αδειοδότησης, όπως πληροφορήθηκα, η κ. Υπουργός ανέφερε κτηριακά προβλήματα της σχολής, που λειτουργεί εδώ και χρόνια και την έλλειψη της εγγυητικής επιστολής που προβλέπει ο νόμος. Αλλά στην επικοινωνία μου με τον υπεύθυνο της σχολής, μου τόνισε, ότι η επιτροπή, που επισκέφτηκε την σχολή για τον έλεγχο των εγκαταστάσεων τις βρήκε αρτιότατες! Όσο για την εγγυητική επιστολή, το μεγαλύτερο μέρος του ποσού έχει ήδη κατατεθεί από πέρισυ σε τραπεζικό λογαριασμό, όπως απαιτεί ο νόμος. Το δε υπόλοιπο είναι “θύμα” προφανώς διαδικαστικών πράξεων του τραπεζικού συστήματος που δεν είναι και στα καλύτερά του τον τελευταίο καιρό.
Μ΄όλα αυτά θυμήθηκα την ευαισθησία που έδειξαν όλοι στις Βρυξέλλες προ καιρού, όταν το Ευρωκοινοβούλιο με πρωτοβουλία των ελλήνων ευρωβουλευτών, ζητούσε από την Τουρκία την επαναλειτουργία της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ένα δίκαιο αίτημα και πέρα για πέρα αναγκαίο για την θεολογική κατάρτηση των ελλήνων ορθοδόξων κληρικών στην Τουρκία.
Απ΄την άλλη με την αβασάνιστη μη-αδειοδότηση της “Εταιρίας Βιβλικών Σπουδών” στερεί το ελληνικό κράτος, σε σύγκριση, την θεολογική κατάρτιση των ελλήνων Ευαγγελικών στην Ελλάδα, μια κοινότητα που έχει μέχρι σήμερα δείξει τις καλύτερες προθέσεις συνεργασίας με το ελληνικό κράτος.
Κλείνω με την απορία: Γιατί στις Βρυξέλλες διακυρύττουμε σε ανώτατο επίπεδο την ανάγκη συνεργασίας και ουσιαστικού διαλόγου Εκκλησίας, Θρησκευτικών Κοινοτήτων και Κράτους και μόλις βρεθούμε πάλι πίσω στα “εντός και περί τα αυτά” τα ξεχνάμε και μας τελειώνουν και οι ευαισθησίες μας;
Όσο είναι δίκαιο το αίτημα για την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης, άλλο τόσο είναι δίκαιο και το αίτημα της “Εταιρίας Βιβλικών Σπουδών” για την αδειοδότησή της από το ελληνικό κράτος προκειμένου να έχουν την απαραίτητη θεολογική κατάρτιση οι έλληνες Ευαγγελικοί.
No tags
Ioanna Sahinidou · 31/07/2010 at 06:51
Αγαπητή μας Αλτάνα πολύ καλά τοποθετείς το ζήτημα. Ο παραλληλισμός με τη Σχολή της Χάλκης παρά τη διαφορά των μεγεθών και το ιστορικό παρελθόν της Χάλκης και του Βιβλικού Κολεγίου βοηθά. Νομίζω ότι οι Έλληνες Διαμαρτυρόμενοι (Ευαγγελικοί όλων των αποχρώσεων) ως μειονοτική Εκκλησία δεχόμαστε προκλήσεις και οι προσπάθειες της γενιάς πρέπει, και αυτό γίνεται να τείνουν στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των Διαμαρτυρομένων στη χώρα μας.
Παλαιότερα σε παρόμοιες όχι όμοιες καταστάσεις και διακρίσεις ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και στην ΕΕΕ που υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας, μεσολαβητής γινόταν το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών του οποίου μέλη είναι η Εκκλησία της Ελλάδος και η ΕΕΕ. Σήμερα υπάρχουν και άλλοι δρόμοι νομικοί για να συνεχιστούν οι προσπάθειες;
Αλτάνα · 01/08/2010 at 18:42
Τα μεγέθη, Ιωάννα, είναι όντως ασύγκριτα. Η ιστορική Σχολή της Χάλκης είναι αδιαπραγμάτευτη! Αλλά θυμάμαι και το δάσκαλό μου στο Πανεπιστήμιο, όταν μας δίδασκε για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπως είναι αυτό της Θρησκευτικής Ελευθερίας, μας τόνιζε, ότι εδώ δεν παίζουν ρόλο τα μεγέθη και οι ποσότητες!
Εύχομαι να βρεθεί σύντομα η λύση, χωρίς παρέμβαση από το εξωτερικό, όπως αυτή που γράφεις. Θέλω να πιστεύω δε ότι είναι από αυτά τα λάθη, “εκ παραδρομής” και σύντομα θα αποκατασταθεί.
Ioanna Sahinidou · 01/08/2010 at 22:37
Είθε αυτή που αναφέρεις θα είναι η πιο καλή έκβαση. Μακάρι λοιπόν…
Αλτάνα · 23/08/2010 at 18:01
Κάποιοι καλοί φίλοι έχουν μείνει, εν μέσω θέρους, “πίσω” στις Βρυξέλλες και φροντίζουν για τις ειδήσεις. Νάσαι καλά Κ.Ρ. γιατί πάντα έχεις τον νου σου για την σωστή είδηση, την οποία και παραθέτω υπογραμμίζοντας την φράση του συγγραφέα, ότι η υπόθεση της Σχολής της Χάλκης και της Παναγίας του Σουμελά ανάγονται στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μόνο!
Από τη Σχολή της Χάλκης στην Παναγία του Σουμελά: Τουρκικά διπλωματικά παιγνίδια
Αναμφίβολα, η λειτουργία που τελέστηκε, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχη μετά από 88 χρόνια, στην Παναγία του Σουμελά στον Πόντο, αποτελεί ένα σημαντικό εκκλησιαστικό γεγονός στην σύγχρονη ιστορία του Πατριαρχείου. Πιο σημαντικό, όμως, είναι να αναλύσει κανείς τι επιδιώκει η Τουρκία πίσω από τις ρομαντικές εικόνες της θρησκευτικής κατάνυξης των ορθοδόξων που εντέχνως εξέπεμψε στις 15 Αυγούστου με τη λειτουργία στον Πόντο. Με άλλα λόγια ποιο είναι το διπλωματικό παιγνίδι που παίζει η Τουρκία τον τελευταίο καιρό με δύο θέματα που αφορούν το Πατριαρχείο, δηλαδή αυτό που έχει να κάνει με τη Σχολή της Χάλκης και το πρόσφατο με την άδεια λειτουργίας στην Παναγία του Σουμελά.
Από το 1971, χρονιά που το Τουρκικό κράτος διέταξε την αναστολή της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με μία σειρά μέτρων, το ζήτημα του ανοίγματος της Σχολής έχει καταστεί μία σημαντική παράμετρος της διπλωματικής ατζέντας των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα τελευταία χρόνια αυτή η προσπάθεια ενσωματώθηκε στην διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, με την προσδοκία ότι το Τουρκικό κράτος θα επιτρέψει επιτέλους τη εφαρμογή των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.
Το Πατριαρχείο αντλεί τη δύναμη και την επιρροή στην Ορθοδοξία από τον οικουμενικό του χαρακτήρα αφού οι ορθόδοξες εκκλησίες του αναγνωρίζουν αυτό τον προνομιακό ρόλο. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που η Τουρκία αρνείται να του αναγνωρίσει τον οικουμενικό του χαρακτήρα και συνεχώς το υποβιβάζει σε τοπική εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Το ζήτημα της Σχολής της Χάλκης, όπως και άλλα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι θέματα που αφορούν ξεκάθαρα το κεφάλαιο ανθρώπινα δικαιώματα και ως τέτοια θα πρέπει η Ελλάς να τα θέτει στην Ελληνοτουρκική και Ευρωτουρκική ατζέντα. Αυτό, όμως, που σήμερα κάνει η Ελληνική διπλωματία είναι ότι έχει αποδεχτεί το θέμα της Θεολογικής Σχολής ως μέρος ενός παζαριού. Αντί να απαιτήσει άμεσα το άνοιγμα της Σχολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ακόμη περισσότερο να προχωρήσει το Πατριαρχείο μονομερώς στη λειτουργία της Σχολής, εκθέτοντας τα σοβαρά ελλείμματα δημοκρατίας στην Τουρκία σε περίπτωση που η κυβέρνηση Ερντογάν αντιδράσει, η Ελληνική πλευρά μπήκε σε ένα παιγνίδι διαπραγμάτευσης όπου η Τουρκία παζαρεύει σκληρά προκειμένου να αποσπάσει ανταλλάγματα για τη μειονότητα της Θράκης. Αυτός άλλωστε ήταν πάγιος τακτικός στόχος της Άγκυρας εδώ και χρόνια, να συνδέσει δηλαδή τα θέματα που αφορούσαν το Πατριαρχείο και τη δήμευση Ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη με τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα. Η επιτυχία αυτού του στόχου για την Άγκυρα της εξασφαλίζει την εξισορρόπηση των πιέσεων που δέχεται διεθνώς για την παραβίαση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην ουσία, η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει από την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής. Επιπλέον, αυτή η στόχευσή της ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές πιέσεις προς την Τουρκία να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Σχολής. Για τις ΗΠΑ έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία το Οικουμενικό Πατριαρχείο γιατί το βλέπουν ως ανάχωμα προς τις αξιώσεις τις Ρωσίας να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο και να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή μέσω του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 οι ΗΠΑ έδειξαν ξεκάθαρα ότι επιθυμούν την στήριξη και την ενίσχυση του Οικουμενικού ρόλου του Πατριαρχείου. Το 1946 εξελέγη Πατριάρχης ο Μάξιμος ο Ε΄ και απομακρύνθηκε από τον θρόνο του το 1948 επειδή, όπως λέγεται επισήμως, ήταν ψυχασθενής. Όμως ήταν κοινό μυστικό τότε ότι ο Μάξιμος απομακρύνθηκε από τον θρόνο του επειδή θεωρείτο φιλικά διακείμενος προς την Ρωσία. Το γεγονός ότι τον διεδέχθη ο τότε Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αθηναγόρας ο οποίος αποτελούσε προσωπική επιλογή του Αμερικανού Προέδρου Χάρι Τρούμαν επιβεβαιώνει τις υποψίες αυτές.
Επίσης, στήριξη προσέφεραν οι ΗΠΑ και στο Βαρθολομαίο όταν οι Τούρκοι επανειλημμένα αμφισβήτησαν ευθέως τον οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου. Για τους Αμερικανούς η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου αποτελεί μία στρατηγική επιλογή με πολλαπλούς στόχους.
Εδώ ακριβώς συνδέεται το δεύτερο θέμα που αφορά τη λειτουργία στην Παναγία του Σουμελά το δεκαπενταύγουστο. Η παραχώρηση άδειας δεν έχει να κάνει τόσο με ικανοποίηση του αιτήματος του Πατριαρχείου αλλά με διπλωματικό παιγνίδι του Ερντογάν να εμπλέξει τη Ρωσία ως αντιστάθμισμα των αμερικανικών πιέσεων για ελευθερίες προς το Πατριαρχείο. Πιο συγκεκριμένα, η παραχώρηση άδειας για λειτουργία δόθηκε μετά από αίτημα της Ρωσίας. Επομένως με τη λειτουργία στην Παναγία του Σουμελά ο Ερντογάν πέτυχε τρεις στόχους: πρώτον, προέβαλε την εικόνα θρησκευτικής ανεκτικότητας προς την ΕΕ, δεύτερον, αφού ικανοποίησε το αίτημα της Ρωσίας έστειλε το μήνυμα προς τους Κεμαλικούς επικριτές του ότι δεν έκανε οποιαδήποτε εθνική παραχώρηση προς την Ελλάδα αλλά μόνο ότι ικανοποιεί το ευρωπαϊκό αίτημα για εφαρμογή των θρησκευτικών ελευθεριών και τρίτον στέλνει το μήνυμα προς τους αμερικανούς ότι αν συνεχίσουν να του ασκούν πιέσεις χρησιμοποιώντας το Πατριαρχείο είναι διατεθειμένος να παίξει το ρωσικό χαρτί.
Χρήστος Ιακώβου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)