Ανοίγοντας το ραδιόφωνο νωρίς το πρωί έπεσα τυχαία σε μια εκπομπή του Βήμα FM, από τις Βρυξέλλες. Δύο έλληνες δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν την επικαιρότητα επιτόπου, κυρίως από τον χώρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αν κατάλαβα καλά. Το προσφυγικό στο ζενίθ της εξαθλίωσης, αλλά και στο επίκεντρο της απλής και αληθινής ελληνικής φιλοξενίας, αυτής που δίνει ηρωικά και από το υστέρημα, μιας και οι πρόσφυγες κατά χιλιάδες έχουν κατακλύσει τους δρόμους και τις γειτονιές στην Ελλάδα. Εκφράζονται φόβοι από τις Βρυξέλλες για κατάρρευση του ευρωπαϊκού συστήματος βοήθειας για το πρόβλημα, ανέφεραν προσεκτικά οι δημοσιογράφοι. Το μέλλον μάλλον άδηλο και το παρόν μελανό προς μελανότερο!
Κι εκεί κάπου μπήκε στη τηλεφωνική γραμμή η φωνή από το παρελθόν: «Δέκα χρόνια, παρά κάτι μήνες, εργάστηκα στις στοές των ανθρακωρυχείων του Βελγίου. Τώρα είμαι συνταξιούχος». Ο δημοσιογράφος του ζητάει να περιγράψει τα βιώματά του. Νεαρός έφτασε με έναν συγχωριανό του από το Κιλκίς στο Βέλγιο, έχοντας στη τσέπη του ένα συμβόλαιο πενταετίας για μια εργασία που δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν. Τα χρήματα, όμως ήταν καλά και πολλοί δελεάστηκαν εκεί στη δεκαετία του ΄60 να εγκαταλείψουν τον ήλιο και τον καθαρό αέρα της πατρίδας και να έλθουν στα ορυχεία του Βελγίου. Λίγοι άντεξαν! Η πνευμονοκονίαση θέρισε και το υγρό κλίμα σακάτεψε, όσους επέμεναν. Αλλά και πού αλλού να πάνε; Δεν τους περίμενε και τίποτα καλύτερο στην Ελλάδα, τόνισε με θλίψη. Το χιόνι τότε έπεφτε από τον Οκτώβρη και οι περισσότεροι έμεναν σε σήραγγες-στοές, χωρίς θέρμανση και με σειρές τα κρεβάτια. Οι ανάγκες κάνουν τον άνθρωπο δυνατό, είπε, αλλά αγράμματοι άνθρωποι οι περισσότεροι δεν ξέραμε τότε τα δικαιώματά μας. Εκείνος είχε τύχη και γνώρισε την γυναίκα του, η οποία απαίτησε να σταματήσει να δουλεύει στον κάτω κόσμο, όπως έλεγε τα ορυχεία. Βρήκε δουλειά στο δρόμο, όπου τουλάχιστον ανέπνεε καθαρό αέρα.
Μετά το μικρόφωνο πέρασε σε μια νεαρή γιατρό, που γεννήθηκε στο Βέλγιο από έλληνες γονείς. Σπούδασε στην Αγγλία αλλά γύρισε στο Βέλγιο και άνοιξε ιατρείο. Αναφέρθηκε στους πολλούς έλληνες γιατρούς που έφτασαν στις Βρυξέλλες εξ αιτίας της κρίσης στην Ελλάδα. Δύσκολα τα βγάζει πέρα κανείς με 1500 Ευρώ τον μήνα, είπε, γιατί είναι ακριβή η ζωή και τα ενοίκια άπιαστα. Οι έλληνες γιατροί είναι περιζήτητοι στο Βέλγιο και έχουν όλοι δουλειά, τόνισε, αλλά πολλοί άλλοι επιστήμονες αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα δουλειές του ποδαριού, με 8 ευρώ την ώρα, για να επιζήσουν. Αν υπάρχουν φακελάκια για τους γιατρούς, τη ρώτησε ο δημοσιογράφος. Γέλασε και δεν απάντησε παρά μόνο με ένα, «εδώ δεν είναι Ελλάδα!». Αχ, ταλαίπωρη πατρίδα …
Εκεί θυμήθηκα την είδηση, που μου είχε στείλει πριν λίγες μέρες ένας καλός φίλος, για ενημέρωση. Αναφερόταν στην επιτυχημένη πορεία ενός συμπατριώτη μας, ο οποίος τιμήθηκε πρόσφατα για την προσφορά του στην βελγική γαστρονομία και στέφτηκε Ιππότης του Τάγματος του Λεοπόλδου του Β΄. «Συμβάλατε και συμβάλετε στην τιμητική ανάδειξη της δικής σας γαστρονομίας στη χώρα μας (το Βέλγιο)», αναφέρει η επιστολή του Βελγικού Υπουργείου Εξωτερικών που του ανακοίνωσε τη διάκριση. Στο εστιατόριό του χρησιμοποιεί αποκλειστικά ελληνικά και αυστηρά επιλεγμένα υλικά (ελαιόλαδο, κάπαρη, αυγοτάραχο, τραχανά, φάβα, τυριά κ.α.) για να συνοδεύσει την καλύτερη πρώτη ύλη κρέατος και ψαρικών και ως πρεσβευτής της ελληνικής κουζίνας στο Βέλγιο την συστήνει στην καλύτερή της εκδοχή, αναφέρεται στην τιμητική διάκριση.
Σπουδασμένος κοινωνιολόγος στην Ελλάδα έφτασε πριν τριάντα χρόνια περίπου στο Μπριζ του Βελγίου για το μεταπτυχιακό του στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Για δέκα χρόνια εργάστηκε στην καρδιά των Βρυξελλών, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατόπιν τον τράβηξε η έρευνα για την μεσογειακή κουζίνα και τις διατροφικές συνήθειες. Άφησε τη σίγουρη δουλειά του και έκανε την υπέρβαση. Τόλμησε να φέρει τον μικρό παραγωγό και τον καταναλωτή που αγαπά το καλό φαγητό πιο κοντά. Το τέλος της πορείας του μέχρι στιγμής, είναι το επιτυχημένο εστιατόριο, «Νότος».
Σα ν΄ άκουγα και πάλι τη φωνή του συμπατριώτη ανθρακωρύχου από το παρελθόν: Οι ανάγκες κάνουν τον άνθρωπο δυνατό, αλλά και του ανοίγουν καινούργιους δρόμους, πρόσθεσα εγώ φωναχτά. Μικρή και φτωχή η πατρίδα μας, πολύπαθοι και πάντα σε αναζήτηση για ένα καλύτερο μέλλον οι κάτοικοί της. Κάποιες τέτοιες μικρές προσωπικές και αληθινές ιστορίες δικαιώνουν, όμως, την προσπάθεια.
No tags
Anonymous · 29/02/2016 at 21:14
A.K. :Excellent article and the drawing in particular !
Anonymous · 01/03/2016 at 12:22
“…όσοι άντεξαν…”!
Της κυρά Βασιλικής ο ‘άντρας πέθανε στη γαλαρία το 63 και έμεινε χήρα
στο Σκάρμπεκ. Την γνώρισα στη εκκλησία του Αγίου Νιολάου. Αμέτρητα
Σάββατα να είναι το μοναδικό πλήρωμα ενώ λειτουργούσε ο μακαριστός
Πατήρ Γεώργιος Χαρτοματσίδης και έκανα εγώ τον ψάλτη. Πάντα παρούσα και
φροντίζουσα και προπαντός με πίστη και ανοιχτή καρδιά. Μιά ηρωϊδα
ανάμεσα μας…
Εύγε στον ιδιοκτήτη του “Νότος”!
Μάρκος Μπούσιος · 17/03/2016 at 08:38
Απόλαυσα άλλη μια φορά το χρονογράφημά σας. Η Ελλάδα αγωνίζεται ακόμα, έχει χάσει 50% της δύναμής της με ευθύνη, κυρίως, των εξουσιαστών της του Εσωτερικού. Ως άνθρωπος πιστεύω στην αργή αλλά σταθερή ανόρθωσή της. Ως χριστιανός αποβλέπω στη μακαρία ελπίδα!